του Ευθύμη Κουτσούκη (Μr EX)
Η ΙΔΑΝΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ που μπορεί να αφήσει ο καθένας από εμάς πίσω του έχει σχέση με τη δημιουργία. Αυτό το γνωρίζει καλά ο Νικόλας… Το φανερώνει άλλωστε και το όνομά του. Γνωστός και καταξιωμένος ζωγράφος με πλούσιο έργο, αλλά και γενικότερα πολυεκφραστικός, μέσα από τα αναρίθμητα παρακλάδια του μαγικού δέντρου, που ονομάζεται Τέχνη. Μια επίσκεψη στο εργαστήρι του, όπου μετατρέπει την έμπνευσή του σε ύλη, ήταν αρκετή, προκειμένου να διαπιστώσουμε πως έχουμε να κάνουμε με ένα πρόσωπο, που χαρακτηρίζεται από πολλές και ποικίλες ανησυχίες, όρεξη και πάθος για τη ζωή, αγάπη και μεράκι για το έργο του. Ξεφεύγοντας από τα πλαίσια μιας απλής συνέντευξης, ο Νικόλας Κληρονόμος συστήθηκε καλλιτεχνικά, εξέθεσε στον «ΕΞ» τις θέσεις του για τον πολιτισμό, ενώ ξεδίπλωσε παράλληλα το είναι και τα θέλω του. Με τη συνοδεία καφέ, συζητήσαμε, περιηγηθήκαμε στο «οχυρό» του, στο οποίο μας ξενάγησε, και γίναμε κοινωνοί της εικαστικής του φιλοξενίας. Ακολούθως, παρατίθεται μέρος όσων μας είπε, άνευ ερωτήσεων, εφόσον η καλλιτεχνική έκφραση δεν μπαίνει σε καλούπια… Καλή ανάγνωση, με τις θερμότερες ευχές μας για ένα ΕΞαιρετικό νέος έτος, γεμάτο ΕΞαίσιες στιγμές!
Ζωγράφιζα από μικρός. Κάποια στιγμή ήταν να δώσω στο Εθνικό Θέατρο για ηθοποιία ή σκηνογραφία. Το παράδοξο ήταν ότι ήθελα να ασχοληθώ και με την εγκληματολογία, αλλά ήταν η νομική στη μέση και δεν την άντεχα. Μου άρεσε ωστόσο το μυστήριο των προβλημάτων. Ύπήρχαν κάποια περιοδικά, που δημοσίευαν στο πίσω μέρος αστυνομικούς γρίφους: Όπως «Το Μυστήριο και η Μάσκα», το οποίο διάβαζε ο πατέρας μου. Εν τοιαύτη περιπτώσει δίνω στη σχολή Καλών Τεχνών. Περνάω πρώτος επιλαχών και συνεχίζω στην Βακαλό, την οποία παρακολούθησα ένα χρόνο. Το ‘74-‘75 μπαίνω ξανά στην Καλών Τεχνών. Στα εργαστήρια δίδασκε τότε ο Μυταράς και αργότερα ήρθε ο Τέτσης. Στη συνέχεια φεύγω με υποτροφία της σχολής στο Βερολίνο για μεταπτυχιακό και μένω εκτός συνόρων 2 έτη. Όσο έλειπα, λοιπόν, η Καλών Τεχνών οργάνωσε τους αποφοίτους, να κάνουν έκθεση ζωγραφικής στο εκθετήριο της Γαλλικής Ακαδημίας. Όταν είδε η κα Λιακοπούλου το έργο μου, η οποία συνεργαζόταν με ονόματα όπως τον Τσαρούχη, Andy Warhol κ.ά, είπε πως ενδιαφερόταν να κάνει μια έκθεση με τις δημιουργίες μου, όταν θα επέστρεφα. Μου προσέφερε το έπαθλο του πατέρα της, το οποίο ήταν η ευκαιρία για νέους ζωγράφους να ξεκινήσουν την καριέρα τους, δίνοντάς τους την ευκαιρία να εκθέσουν. Η πορεία μου στον εν λόγω χώρο ξεκίνησε τον Μάρτιο του ‘85 με την πρώτη μου ατομική έκθεση στην Αίθουσα Τέχνης Αθηνών. Μέχρι στιγμής έχω πραγματοποιήσει 27 εκθέσεις στο εσωτερικό και 2 στο εξωτερικό. Ξεκίνησα με μια καλή πρόταση, που μου ‘δωσε δύναμη να προχωρήσω, χωρίς να την «ψωνίσω». Συνειδητοποίησα πως όταν σου διαθέτουν μια ιστορική γκαλερί, όπου μπορείς να εκθέσεις τα έργα σου, ενώ δεν έχεις καν ζητήσει να δουν την δουλειά σου, είναι πολύ εύκολο να την… ψωνίσεις, να την πατήσεις, να αρχίσεις να επαναλαμβάνεσαι και να κάνεις πράγματα μόνο και μόνο για να αρέσεις. Αυτό ήταν το πρώτο μου μεγάλο μάθημα, ότι πρέπει δηλαδή να κάνω πράγματα που μου αρέσουν και όχι να καταφεύγω σε ό,τι με κάνει αρεστό. Δουλεύω με βάση αυτό που με «καίει», μέχρι να εξαντληθεί και να βρω κάτι άλλο, που θα μου κεντρίσει το ενδιαφέρον.
Αυτοί που με ηρωοποίησαν μέσα μου ήταν ο Θεοτοκόπουλος και ο Μπετόβεν. Είχα αρχίσει να διαβάζω Καζαντζάκη και Ντοστογιέφσκι στα 14 μου. Ειδικά «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» είναι ένα εκπληκτικό βιβλίο, που μου άνοιξε… κέντρα στον εγκέφαλο. Ο Μπετόβεν, ο Βαν Γκογκ και ο Θεοτοκόπουλος ήταν ένα τρίπτυχο που με απασχόλησε πολύ απ’ τα 16 μέχρι τα 18 μου. Είδα ένα έργο του Βαν Γκογκ, με κάτι στάχια και ένα τρενάκι στο βάθος και συγκινήθηκα. Ήταν σαν να έβλεπα τα συναισθήματα αυτού του ανθρώπου καταγεγραμμένα, μέσα από τον πίνακά του. Δεν ήταν μόνο τεχνική, ήταν ενέργεια αυτό που είχε βάλει στην πινελιά του.
Ήταν σύμφυτο με μένα. Μου έλεγε η μητέρα μου να πάω να παίξω έξω κι εγώ προτιμούσα να ζωγραφίσω. Θυμάμαι μάλιστα στην έκτη δημοτικού, η δασκάλα μας έβαλε να ζωγραφίσουμε μια γλάστρα πάνω στο περβάζι με θέα τον ουρανό. Εκεί συνειδητοποίησα ότι έκανα κάτι, σαν να το ‘χω ξανακάνει. Επίσης, σε έναν διαγωνισμό, στον οποίο πρώτευσα, όταν ήμουν στους προσκόπους, μας είχαν βάλει να ζωγραφίσουμε έναν πύργο σε ένα μπλοκάκι. Φαίνεται έπιανα το φως, την ατμόσφαιρα και τις αναλογίες, δίχως να το σκέφτομαι. Ωστόσο δεν είπα ποτέ «θέλω να γίνω ζωγράφος».
«Εξάρχεια… Μια κατάληξη νεύρων, φλεβών της πόλης»
Τη ζωγραφική ποτέ δεν τη λογάριασα. Ωστόσο, ήταν αυτή που τα ανέδειξε όλα.
Έχω βιώσει και έχω περπατήσει αρκετά την πόλη. Πραγματικά την ζω πάρα πολύ… ακόμα και τα πλακάκια, τις γωνίες, τις μυρωδιές απ’ τις συνοικίες… Την νιώθω πραγματικά σαν ένα σώμα. Ακόμα και ταξίδι να πάω κάπου, δεν μπορώ να την αποχωριστώ εύκολα. Όι περισσότεροι άνθρωποι που ζουν στην πόλη δεν την έχουν βιώσει, ούτε γνωρίζουν την πραγματική αξία της. Σε συνδυασμό με το φως, το πως λειτουργεί μέσα της… οι σκιές οι μεγάλες, εκεί που είναι ανήλιαγα τα στενά και μυρίζει κάπως, εκεί που είναι πιο φωτεινά και νιώθεις μια ευφορία ή εκεί που είναι λίγο επικίνδυνα μα και πάλι υπάρχουν χρώματα και πράγματα, που αλλιώς καθορίζουν την ψυχή… Ακόμα και οι συγκοινωνίες… Όλα αυτά είναι πόλη. Με έχουν καθορίσει υποσυνείδητα. Εγώ, λοιπόν, είμαι μέσα στην ανατομία της. Αφού έφτιαξα τα τοπία που είναι στην επιφάνεια, με τα συναισθήματα, τώρα αρχίζω και μπαίνω από κάτω και αρχίζω να παραθέτω πράγματα, τα οποία μπορεί να είναι ιστορικά γεγονότα, φαντασιώσεις, ελπίδες. Το επίπεδο αυτό έχει σχέση με το ανεκπλήρωτο, με το παραμύθι… Με λίγα λόγια θέλω να δώσω την αίσθηση της πόλης σαν ένα πληγωμένο σώμα. Μιλάμε για την πόλη ως σύμβολο– σώμα, που δεινοπαθεί. Είτε ανθρώπινο είτε κοινωνικό. Πληγώνεται, πλάθεται, είναι τρυφερό, φωτίζεται κτλ. Κι αυτό πρέπει οπωσδήποτε να ολοκληρωθεί, διότι πιστεύω πως θα κλείσω έναν κύκλο, που θα μου φανερώσει αλήθειες, τις οποίες δεν έχω αντικρύσει…
Η απόπειρα κωδικοποίησης της τέχνης είναι λανθασμένη…
Εν τέλει υπάρχει εξέλιξη στην τέχνη; Βέβαια υπάρχει μια μορφή εξέλιξης όσον αφορά στα μέσα. Η απόπειρα κωδικοποίησης της Τέχνης είναι λανθασμένη. Μόνο video art ή μόνο ζωγραφική. Θα ‘πρεπε να παρέχονται όλα, αλλά το κυριότερο -με οποιοδήποτε εκφραστικό μέσο κι αν ασχοληθείς- πρέπει να υφίσταται συνέπεια.
Έχω οικογένεια. Με ενδιαφέρει η εστία… Κατάλαβα από κάποια στιγμή και μετά ότι μια συγκροτημένη (όχι συντηρητικά), φυσική ζωή με έναν άλλον άνθρωπο σου παρέχει μια αρμονία, η οποία σε βοηθά στο να αντιμετωπίζεις πιο ήρεμα και πιο γαλήνια την ζωή. Όχι να σου σταματήσει την ανησυχία, απλώς λίγο να καταλαγιάσουν οι αιχμές. Έχεις έναν άνθρωπο με τον οποίο συμπορεύεσαι, έχεις τους φίλους σου και αρχίζεις και δημιουργείς κοινωνικές εστίες. Μ’ αυτό τον τρόπο μπορείς πιο εύκολα να παράγεις έργο. Προσωπικά προσπαθώ να είμαι συνεπής και συνεχής. Το γεγονός είναι ότι η κρίση μας έχει τσακίσει. Δεν υπάρχει ενδιαφέρον από τον κόσμο. Δεν λειτουργούν οι εκθέσεις, δε ζητούν να πάρουν κάτι απο σένα ή να ‘ρθουν να δουν τουλάχιστον. Η Τέχνη, ενώ είναι κοινωνικό αγαθό, λειτουργεί ως είδος πολυτελείας. Κακά τα ψέματα πρέπει να ζήσουμε και λίγο απ’ τη δουλειά μας… Αλλά πώς; Ακόμα και στα σχολεία δε διδάσκουν την Τέχνη με την πλήρη έννοια της λέξης. Δεν υπάρχει σαν δεοντολογία, σαν αντίληψη της αισθητικής του πράγματος. Η Τέχνη φέρνει ανατροπή στη σκέψη, μέσω της αισθητικής… Η προβολή της προβληματίζει και οδηγεί στην εξέλιξη.
Εξάρχεια… Είναι σημείο, όπου συγκεντρώνονται ιδέες, σαν να καταλήγουν στην περιοχή… παραπόταμοι. Όλα τα στενά της συνοικίας πέφτουν μέσα στην πλατεία. Η πλατεία είναι τα πάντα, είναι συναισθήματα, μοναξιά, αγωνία, αγάπη, έρωτας, φιλιά, σεξ, καφές, «μαστούρα», όλες οι πλευρές της ζωής. Προσωπικά τις πλατείες τις βλέπω ως πόλους. Η πλατεία Εξαρχείων από την αρχαιότητα ήταν ενεργειακά φορτισμένη. Εγώ πιστεύω πολύ στη γεωμαγνητική σχέση. Είναι μια κατάληξη νεύρων, φλεβών της πόλης. Έχει αυτό τον ηλεκτρισμό το συγκεκριμένο σημείο, το οποίο γίνεται ένα «ζυμάρι» σκέψεων. Ενθουσιάστηκα με το γεγονός ότι κυκλοφορεί η εφημερίδα «Εξαρχειώτης», διότι είναι ένας λόγος που καθαρίζει την σκέψη μέσα σ’ αυτό το τοπίο. Κάποια στιγμή έζησα τη γειτονιά από κοντά, όταν και επικρατούσε μια σχετική ηρεμία. Έδενε αρμονικά μ’ όλο το ανθρώπινο στοιχείο. Πέρασα προχθές το πρωί και είδα τοξικομανείς να προσπαθούν να κάνουν κούνια -το θέατρο του παραλόγου-. Πώς θα το ζήσει αυτό το παιδάκι, που θα θέλει να πάει την βόλτα του, να νιώσει το φως; Τί μπορεί να γίνει απέναντι σ’ αυτό;…