του Ανδρέα Πασσά
Κατεβαίνοντας στο μετρό, μαύρες ρευστές γραμμές απλώνονται σαν ιστός. Η χοντρούλα στο γκισέ εισιτηρίων στάζει μαύρο υγρό, το μηχάνημα επικύρωσης, η ταμπέλα που γράφει Πανόρμου, επίσης. Οι κυλιόμενες σκάλες αναβλύζουν το καρκινικό πετρέλαιο από τις σχισμές τους. Ο συρμός που φτάνει στην αποβάθρα, σπρώχνει ένα βρωμερό κύμα μαυρίλας και όταν οι πόρτες ανοίγουν το ίδιο υγρό σκότος πνίγει την αποβάθρα καθώς τα ηχεία στην οροφή γουργουρίζουν έναν πνιγμένο Στράους. Κάθομαι δίπλα σε ένα γέρο. Κλείνω τα μάτια και ακούω τη ρευστότητα να παφλάζει στο πάτωμα του βαγονιού από τους κλυδωνισμούς του στις ράγες. Στον Ευαγγελισμό η ομαλότητα έχει επανέλθει. Ίσως θα έπρεπε να είχα αναφέρει στο γιατρό ότι εδώ και καιρό έχω παραισθήσεις. Τσαλακώνω τη συνταγή με τα φάρμακα και τη βάζω καλάθι σε έναν κάδο σκουπιδιών στο πάρκο.
Ο πόνος σκάβει το κεφάλι. Πίεση στο κρανίο και πίσω από τα μάτια. Τα αυτιά μου σφυρίζουν. Στο σπίτι, καταπίνω μερικά χάπια και μετά από λίγο ηρεμώ, αν και αυτό είναι σχετικό. Μετατρέπω τον πόνο σε υπερένταση και ναυτία. Μέρες τώρα αυτή η εναλλαγή. Δεν είναι ζωή. Ο γιατρός δεν έχει ιδέα, διαβάζει τον τίτλο του βιβλίου και τη σύνοψη και μου λέει ότι είναι υποσχόμενο. Δεν έχει γυρίσει ποτέ του τις σελίδες. Το σώμα μου με κλωτσάει για τα καλά έξω. Δεν έχω γεύση, δεν έχω επιθυμίες, δεν έχω ούτε μια γαμημένη πρωινή στύση. Μόνο πόνο και την απειλή εμετού. Θα ήθελα να χώσω το χέρι μου στον εγκέφαλο και να τα ξεριζώσω όλα τα γαμημένα, ουρλιάζοντας το θρίαμβο μου στον ουρανό. Έξι μήνες κλιμάκωσης! Πως στο διάολο θα το αντέξω; Και αν κάνω τη θεραπεία, το μόνο που θα καταφέρω είναι να δηλητηριαστώ από την ελπίδα. Ακόμα ένα καρφί μέσα μου. Η ελπίδα είναι το χειρότερο. Λίβας μέσα στην κάψα της κόλασης. Είναι πιο εύκολο να πεθαίνω παρά να ελπίζω. Η ελπίδα με τρομάζει, με μειώνει στον ηλίθιο του σφαγείου. Δεν υπάρχει χώρος για ελπίδα στο σύμπαν. Είναι μια ατέλεια για να αντισταθμιστεί η οδύνη της συνείδησης. Γάμησε το, ξεχρέωσε τώρα που είσαι μπροστά στο παιχνίδι. Τράβα για το ταμείο.
Νεκρός στα 36. Η γραμμή στο χέρι ψεύδεται. Μια βαθιά χαρακιά, ένα αδιέξοδο φαράγγι, με εξίσου πολλές αδιέξοδες διακλαδώσεις. Ένα αρχαίο ψέμα που γεμίζει την παλάμη μου, ληστεμένο στα δύο τέταρτά του. Η γεωγραφία τούτη δεν περίμενε τους όγκους, δεν πρόβλεψε τίποτα. Έχει μια ανόητη αισιοδοξία. Θα έρθει στα μέτρα της καθώς θα σαπίζει γεννώντας σκουλήκια.
Βάζω μουσική. Ένα στριμωγμένο, τίγκα στον ιδρώτα και τα κορμιά, ηχοτοπίο. Μια τρύπα στα σωθικά της Νέας Ορλεάνης. Σχεδόν ακούω τις φωνές και τα ποτήρια. Γέλια, ανάσες και ένα κοντραμπάσο με τους συντονισμούς του ξύλου του. Να ένα ανέφικτο ταξίδι! Τι θα έκανες αν σου έμεναν μόνο έξι μήνες; Λες και το να σύρω το θανατικό στην άλλη πλευρά της υφηλίου θα μου δώσει χαρά. Με τη βιολογία στην κατιούσα και 2500 ευρώ στην τράπεζα. Μια τελευταία πράξη άρνησης και αυταπάτης. Θα με θάψουν μαζί με τις φωτογραφίες του ταξιδιού. Θα ακουμπήσουν πάνω στην κάσα, αυτή με εμένα μπροστά σε ένα μπανάλ ορόσημο. Ας γελάσω!
Βάζω σε ένα φάκελο την κάρτα αναλήψεων, γράφω τον κωδικό με μια χαρούμενη φάτσα που κλείνει το μάτι και ένα τριπλό χ. Έπειτα τη σπρώχνω κάτω από την πόρτα της διπλανής. Μια μικρή φοιτήτρια που δεν ξέρω καν πως τη λένε και τι σπουδάζει. Έχει όμως μια γάτα που τη φωνάζει Ρακούνι και που όλο βρίσκεται στο μπαλκόνι μου πραγματοποιώντας πρόστυχες πράξεις καθαρισμού.
(συνεχίζεται)