Η λέξη «αναρχία» προέρχεται από τα ελληνικά και στην κυριολεξία σημαίνει «χωρίς εξουσία». Ο όρος «αναρχισμός» χρησιμοποιείται από τον καιρό της Γαλλικής Επανάστασης, όπου αρχικά είχε επικριτική ή αρνητική έννοια. Δήλωνε την κατάλυση κάθε πολιτισμένης ή γνωστής ευταξίας. Στην καθομιλουμένη η αναρχία ισοδυναμεί με το χάος και την αταξία. Επίσης στη λαϊκή φαντασία δεν είναι λίγες οι φορές που οι αναρχικοί θεωρούνται ως βομβιστές τρομοκράτες, συνειρμούς τους οποίους οι ίδιοι οι αναρχικοί απορρίπτουν. Κατά καιρούς οι αναρχικοί ευθαρσώς υποστήριξαν τις βομβιστικές επιθέσεις και την τρομοκρατία. Οι περισσότεροι όμως πιστεύουν πως η βία είναι λανθασμένη και αντιπαραγωγική, ενώ πολλοί θεωρούν την κάθε μορφή βίας ως ηθικά απαράδεκτη. Η απήχηση του αναρχισμού ως πολιτικό κίνημα υπήρξε περιορισμένη, εξαιτίας των στόχων του και των μέσων του. Ουτοπικό ως προς τον στόχο του, εκφράζει την ανατροπή του κράτους και τη διάλυση όλων των μορφών πολιτικής εξουσίας. Οι αναρχικοί απορρίπτουν ως διεφθαρμένα τα μέσα άσκησης πολιτικής επιρροής, όπως για παράδειγμα ο σχηματισμός πολιτικών κομμάτων, οι εκλογές κ.ά. Βάσει αυτών, στέρησαν τον εαυτό τους από τα πλεονεκτήματα της πολιτικής οργάνωσης και του στρατηγικού σχεδιασμού, αντικαθιστώντας τα με την πίστη στον αυθορμητισμό των μαζών και τη λαϊκή δίψα για ελευθερία.
Επίσης, ο αναρχισμός διαφέρει από τις άλλες πολιτικές ιδεολογίες, λόγω του ότι ποτέ του δεν έχει καταφέρει να κερδίσει την εξουσία, τουλάχιστον σε εθνικό επίπεδο. Κανένα έθνος ή καμία κοινωνία δεν σχεδιάστηκε σύμφωνα με αναρχικές αξίες. Θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί μικρότερης ιδεολογικής σημασίας από τον φιλελευθερισμό, τον συντηρητισμό, τον φασισμό και τον σοσιαλισμό, που κατάφεραν να κατακτήσουν την εξουσία και να αναμορφώσουν τις κοινωνίες. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η απήχηση του αναρχισμού ως πολιτικό κίνημα υπήρξε περιορισμένη, εξαιτίας των στόχων του αλλά και των μέσων του. Οι αναρχικοί μπορούσαν να περιγράψουν τα ιδανικά τους μέσω συγγραμμάτων σε βιβλία και φυλλάδια, παρά να τα εφαρμόζουν στην πράξη. Αρκετοί αδιαφόρησαν για την ενεργό πολιτική και επικεντρώθηκαν στη συγγραφή ή στα πειράματα σε κοινοτική ή συνεργατική διαβίωση. Επίσης αποστρέφονταν την πολιτική ζωή, αλλά ήταν παράλληλα θετικά αντιπολιτικοί, απωθούμενοι από τις συμβατικές διαδικασίες και τους μηχανισμούς της πολιτικής. Ένα από τα προβλήματα των αναρχικών είναι πως, αν κάθε κράτος θεωρείται καταπιεστικό ή κακό, τότε η προσπάθεια κατάκτησης της κυβερνητικής εξουσίας ή και η άσκηση επιρροής πάνω στη διακυβέρνηση, πρέπει να είναι διαβρωτική και επιβλαβής. Ακόμη, οι αναρχικοί απογοητεύονται από τα πολιτικά κόμματα, τόσο τα κοινοβουλευτικά όσο και τα επαναστατικά, λόγω του ότι τις θεωρούν οργανώσεις γραφειοκρατικές και ιεραρχικές. Η ιδέα μιας αναρχικής κυβέρνησης ή ενός αναρχικού πολιτικού, αποτελεί εξ’ ορισμού αντίφαση. Εφόσον δεν υπάρχει κανένας συμβατικός «δρόμος προς την αναρχία», αναγκάστηκαν να πορευτούν με μέσα πολιτικού ακτιβισμού λιγότερα ορθόδοξα. Οι αναρχικές ιδέες διαδίδονται είτε μέσα από πολιτικές εκστρατείες και διαδηλώσεις, είτε μέσα από την αντίθεση μεταξύ της ησυχίας και της ευημερίας και της νοσηρής σιωπής μέσα στην κοινωνία. Επομένως, εκείνο που χρειάζεται είναι να επιστρατευθεί η κριτική μας στάση απέναντι στα ερεθίσματα που λαμβάνουμε για την πολιτική κατάσταση που μας διέπει, χωρίς να βγάζουμε γρήγορα και επιπόλαια συμπεράσματα, τα οποία θα μπορούσαν να μας οδηγήσουν σε λάθος εκτιμήσεις.
Βούλα Ράπτη
[1] A. Heywood, Πολιτικές Ιδεολογίες, μτφρ. Χ. Κουτρής, επιμ. Ν. Μαραντζίδης, Εκδόσεις Επίκεντρο, Αθήνα 2007, σελ. 339-342.