του Ανδρέα Πασσά
Η μουσική έχει περάσει από τα ορχηστικά μπλουζ κομμάτια, σε ένα του Tom Waits. Way down in the hole, γράφει το οπισθόφυλλο.
Ανεβάζω την ένταση και χορεύω πίνοντας τεκίλα στο ποτήρι του νερού. Το άδειο μπουκάλι γίνεται θρύψαλα στον τοίχο. Μια τρύπα στο σοβά, δίπλα στο πορτραίτο ενός λευκού σκύλου με γυαλιά μυωπίας. Αλλάζω μουσική. Την 5η του Μπετόβεν σε βινύλιο από τη φιλαρμονική του Βερολίνου. Ο μαέστρος στο ένθετο μοιάζει περισσότερο με κατηγορούμενο στη δική της Νυρεμβέργης. Μόλις τοποθετώ τη βελόνα, διπλώνω και ξερνάω με τέτοια ορμή που το ξερατό πιτσιλάει σε απίστευτη ακτίνα. Το δεύτερο στεγνό κύμα, γρατζουνάει τον οισοφάγο και ένα χάπι πετάγεται έξω. Σε χρόνο μηδέν επανέρχεται ο πονοκέφαλος. Μια σφήνα που σπρώχνει το κρανίο να ανοίξει από μέσα. Ακόμα και τα χτυπήματα του κεφαλιού στον τοίχο δεν σκεπάζουν τούτο τον αφύσικο πόνο. Επίμονος και φωνακλάς, μασκαρεμένος σε βιολιά και κόρνα, δίνει την εντολή στις γωνίες στο ταβάνι να χύσουν μαύρο υγρό σε πίδακες πάνω στα έπιπλα και στο χαλί, που γρήγορα σαν μια συνθετική Ατλαντίδα χάνεται στους αφρούς. Το βινύλιο γυρνάει παρόλα αυτά. Allegro con brio. Βυθίζομαι στο μαξιλάρι του καναπέ. Η ζεστασιά του υγρού στα πόδια μου είναι ανακουφιστική. Ένα καλοκαίρι, απροσδιόριστη θαλπωρή, η ψημένη τζιτζιφιά και ο μακρινός ήχος της θάλασσας και ύστερα μια ανώνυμη χειμερινή βραδιά όπου η ανάμνηση του πολτού μιας συλλογής διηγημάτων του Λάβκραφτ επιστρέφει στα δάκτυλα μου, μαζί με παράλογες γεωμετρίες και χοντροκομμένο κοσμικό τρόμο.
Εδώ είναι έξοδος. Ο τοίχος και το ταβάνι ραγίζουν. Στις ηλεκτρονικές συσκευές λιώνουν το πλαστικό και τα καλώδια. Ο δίσκος βράζει σε φουσκάλες και μέσα στη μαύρη λίμνη, σκουλήκια τρώνε την ουρά τους ή μπερδεύονται σε ελικοειδής ζευγαρώματα για να χαθούν σε σπινθήρες και νέφη αμμωνίας. Μια σακούλα γύρω από το κεφάλι. Τα χέρια μου κόντρα σε όλα, με ψυχρή πίστη στις επιθυμίες μου. Γεύση πλαστικού και η θέρμη της άρρωστης ανάσας. Λίγο ακόμα. Μόνο ένα θηλαστικό με συνείδηση, που οι λειτουργίες πέφτουν σαν διακόπτες σε ένα κτήριο που σείεται από σεισμό και όλοι ουρλιάζουν πανικόβλητοι. Τίποτα περισσότερο.