του Ανδρέα Πασσά
Ένα μικρό παιδί στον κόσμο του Κάφκα, είναι αναρχία ενσαρκωμένη. Δεν χωράει στο βλέμμα του ο Πύργος, αδιαφορεί για τους λόγους της Δίκης και στο μέλλον θα έχει τα δικά του θέματα να λύσει με τον Πατέρα. Είναι ένας θύλακας αέρα μέσα στην ασφυξία των έργων του Τσέχου.
Το άκουγα ήδη, όταν περίμενα στο ταμείο για να κόψω εισιτήριο. Έβγαζε χαρούμενες τσιρίδες χτυπώντας τα πόδια σε κάποιο δωμάτιο παραμέσα. Στάθηκα μπροστά από μια συλλογή φωτογραφιών της Πράγας την εποχή του συγγραφέα. Ο χώρος ήταν φωτισμένος με μικρές λάμπες εστίασης που άφηναν αρκετές σκιές ανάμεσα στις δέσμες τους και από τα ηχεία χυνόταν ο διακριτικός ήχος νερού που στάζει και γραναζιών που γυρίζουν. Καμία τεχνητή ατμόσφαιρα όμως, δεν μπορούσε να με αποσπάσει από το σαματά της παιδικής έξαψης.
Ενοχλημένοι τουρίστες, έδειχναν τη δυσφορία τους κάθε φορά που τα βλέμματα διασταυρώνονταν κάτω από μια τσιρίδα. Το παιδί δεν έδινε δεκάρα για τη μυσταγωγία τους και το ήξεραν, το μόνο που μπορούσαν να κάνουν, ήταν να το υποφέρουν ή να περιμένουν να φύγει.
Προχώρησα λίγο πιο γρήγορα για να φτάσω κοντά στην πηγή της όχλησης, από περιέργεια να δω το τερατάκι που αδιαφορούσε για τη σύληση της ατμόσφαιρας του μουσείου.
Όταν το βρήκα, ένα αγόρι με μεγάλα γαλανά μάτια και αραιά ξανθά μαλλιά, καθόταν μπροστά από μια στοίβα ψεύτικα κάρβουνα, σε ένα δωμάτιο, μεταξύ γραφείου και αποθήκης, που προσπαθούσε κατά τη γνώμη μου να συνδυάσει τον ψυχισμό του Κάφκα με τα μέρη που είχε εργαστεί. Στις προθήκες υπήρχαν κρατικά έγγραφα που επεξεργάστηκε ο συγγραφέας κατά τη θητεία του ως δημόσιος υπάλληλος.
Η μητέρα του χάζευε με την πλάτη γυρισμένη τα εκθέματα στην απέναντι πλευρά. Ο μικρός είχε ένα κάρβουνο και προσπαθούσε να το χωρέσει στο στόμα του. Ευτυχώς ήταν αρκετά μεγάλο για να το βάλει μέσα. Έσκυψα, πήρα δυο, ήταν από σκληρό αφρό και άρχισα να κάνω με αυτά ένα αδέξιο ζογκλερικό. Εκείνος, άφησε το δικό του να πέσει ανάμεσα στα πόδια του και έμεινε να με χαζεύει μαγεμένος.
«Μάθιου!» γύρισε η μητέρα, μια όμορφη ξανθιά κοπέλα όχι πάνω από τριάντα. Είχαν τα ίδια μάτια και χρωματικό σύμπλεγμα.
«Συγνώμη. Ελπίζω να μην ενόχλησα » έκανα στα αγγλικά.
«Όχι, όχι» γέλασε. «Εμείς λυπούμαστε». Η προφορά της αμερικάνικη.
Έτεινα το χέρι και συστήθηκα, κοιτώντας πάντα κλεφτά πίσω στην πόρτα για την ώρα που θα έμπαινε ο πατέρας.
«Τζες » είπε με μια τραγουδιστή μονοκόμματη συλλαβή .
Αφού ανταλλάξαμε μερικές εντυπώσεις για την πόλη, ομολόγησε ότι είναι single mother. Δεν ξέρω αν κατάφερα να κρύψω επιμελώς τον ενθουσιασμό από τη φάτσα μου. Φοβήθηκα ότι κάτι μπορεί να με πρόδωσε και το έψαξα στα μάτια της. Βρήκα μόνο ένα υπέροχο σμήνος αχνών φακίδων κάτω από αυτά, που με μαγνήτισαν ακόμη περισσότερο στον αέρα της. Σε άλλη περίπτωση, με τη σωστή ισορροπία μεταξύ μέθης και αναστολών, θα είχα περάσει το δάκτυλο από πάνω τους. Ήμουν όμως στην φάση που είχα πει ότι θα άρχιζα να πίνω όταν πέφτει ο ήλιος. Το είχα παρακάνει τους προηγούμενους μήνες και προσπαθούσα να το μαζέψω προτού ξεφύγω εντελώς πάλι.
«Πόσες μέρες θα μείνεις;» τη ρώτησα
«Δυο. Μετά θα πάρουμε το τρένο για Βιέννη. Είναι και οι γονείς μου εδώ, ήρθαμε όλοι μαζί. Μόνη με το Μάθιου, δεν θα τα κατάφερνα. Εσύ;»
«Δεν έχω πρόγραμμα. Μόλις κρίνω ότι έχω δει όσα θέλω, θα επισκεφτώ τη Βοημία».
(συνεχίζεται)