του Ανδρέα Πασσά
Ο Μάθιου ξεκίνησε να τρέχει γύρω μας. Ένας άνδρας μπήκε στο δωμάτιο, κοίταξε πρώτα το παιδί, έπειτα εμάς και προχώρησε χωρίς να παρατηρήσει τα εκθέματα.
«Θα με βλαστημάνε» τύλιξε τα χέρια κάτω από το στήθος. «Ήθελα όμως να αφήσω τους γονείς μου να χαλαρώσουν χωρίς να χρειάζεται να προσέχουν το Μάθιου»
«Μην ανησυχείς, θα περπατήσω δίπλα σου αν δεν σε ενοχλεί και θα αντιμετωπίσουμε μαζί όποιον τολμήσει να πει οτιδήποτε»
Μπροστά από μια γυάλινη προθήκη με τις πρώτες εκδόσεις του Κάφκα, με ρώτησε τη γνώμη μου γι’ αυτόν, αφού πρώτα είπε ότι στην πατρίδα της οι αναγνώστες ξαφνικά υπέφεραν από ένα γελοίο ντελίριο για τα έργα του.
Το σκέφτηκα λίγο.
«Δεν είναι από τους αγαπημένους μου. Πάλευα κάθε φορά με τα βιβλία του. Όμως τα πάντα στην Πράγα ξαφνικά με κάνουν να επιθυμώ να ανατρέξω στις σελίδες τους. Επίσης, σκέφτομαι πολύ και το Γκόλεμ του Γκούσταβ Μέιρινγκ. Τέλος πάντων, προτιμώ τους Αμερικανούς συγγραφείς από τους Ευρωπαίους»
«Σσσσ, ιερόσυλε, κράτα τη φωνή σου χαμηλά!» αστειεύτηκε.
«Μα είναι αλήθεια. Προτιμώ τους Φώκνερ, Μίλλερ, Μέλβιλ και πολλούς άλλους συμπατριώτες σου. Ίσως και μερικούς Ιρλανδούς. Και το Σελίν από τους Γάλλους. Α! Και κάποιους Άγγλους, τώρα που το σκέφτομαι» ξεφύσησα.
«Θα ήθελα να σε ξαναδώ» είπα αυθόρμητα ενώ κατεβαίναμε σιωπηλοί, εκείνη με το Μάθιου στην αγκαλιά, τις σκάλες που οδηγούσαν στην έξοδο. «Εννοώ όσο θα είσαι στην Πράγα. Να πιούμε κάτι το βράδυ ίσως»
Δεν απάντησε. Περπατήσαμε έτσι, μέχρι έξω στο απογευματινό φως.
«Ναι, γιατί όχι» είπε τελικά, φτιάχνοντας με το χέρι τα μαλλιά του μικρού. «Θα έλεγα να πούμε γύρω στις δέκα, κάτω από το ρολόι στην πλατεία. Πρέπει να τον κοιμίσω πρώτα και θα τον προσέχουν έπειτα οι γονείς μου»
«Δηλαδή, έτσι θα βρεθούμε, ραντεβού στο σημείο;»
«Αν είμαι, θα με δεις εκεί, αν όχι μην περιμένεις πάνω από τέταρτο» γέλασε περισσότερο για να κρύψει μια φευγαλέα σκιά θλίψης.
Έμεινα να τους κοιτώ, καθώς ξεμάκραιναν από το χώρο του μουσείου. Δίπλα μου σε μια μεγάλη αφίσα, ο Κάφκα με παρακολουθούσε, με διάβαζε και με ζύγιζε ενώ έκανα ακριβώς το ίδιο, με την Τζές και το Μάθιου. Πόσα χιλιόμετρα χρειάστηκαν και πόσες τυχαίες επιλογές για να μας φέρουν να συναντηθούμε εδώ, αναρωτήθηκα και αμέσως τσαντίστηκα με τον εαυτό μου, γιατί δεν μου αρέσουν οι μελοδραματικές σκέψεις. Έγινε και συναντηθήκαμε, κατέληξα χωρίς να το σκοτίσω παραπάνω.
Θα ήθελα, να είχα να σου διηγηθώ μια διαφορετική ιστορία στις όχθες του Βλτάβα. Μια από αυτές που στο τέλος θα ήμουν στο ρολόι να δω αν είχε έρθει. Όμως όταν γεννήθηκα κάποιος τσάκισε τα άστρα από τον ουρανό και δεν έχω κανένα σημάδι για να πλέω τις νύχτες. Στροβιλίζομαι σε ένα κοχλάζον οργισμένο χάος, με παίρνουν από κάτω τα χειρότερα μου, χάνω τα βήματα, τα μαγνητικά πεδία τρελαίνονται και ελπίζω τότε να υπάρχει αρκετό φάρμακο να με μουδιάσει, να ρίξει τις ταχύτητες μπας και αφουγκραστώ που σπάνε τα κύματα και με τα χέρια, γιατί σε αυτή τη ζωή ποτέ δεν είχα κουπιά, να φτάσω σε κάποια όχθη, έξω από την τρικυμία.
Όταν νυχτώνει πίνω. Μερικές φορές αρχίζω λίγο νωρίτερα. Πάντα για να στομώσω την προγονική τρέλα στο αίμα.