«Εγεννήθηκα στα 1770. Εποχή της νεότητος αρματολός και κλέφτης. 50 χρόνους είχα, όταν εβγήκα εις την Επανάσταση.
Όταν αποφασίσαμε να κάμομε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε, ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι, εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε: “Πού πάτε εδώ να πολεμήσετε, με σιταροκάραβα βατσέλα;”. Αλλά ως μία βροχή, έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας και όλοι και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι, εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση! Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως, είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Εάν αυτή η ομόνοια, εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία και ίσως εφθάναμε και έως την Κωνσταντινούπολη. Αλλά δεν εβάσταξε!..». Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, από την ομιλία του στην Πνύκα, στις 7 Οκτωβρίου 1838. Το παραπάνω απόσπασμα από το λόγο ενός «αγράμματου», φαντάζει πιο επίκαιρο από ποτέ. Είναι γεγονός πλέον, ότι όλοι οι κυβερνώντες, τα τελευταία τουλάχιστον χρόνια, απέδειξαν ότι είναι τόσο ανεύθυνοι και ανίκανοι για να νιώθουν, έστω και μια ικμάδα ντροπής, για την κατάντια της χώρας. Η ανέχεια και η εξαθλίωση έχουν γίνει πλέον βιώματα των Ελλήνων και η Ελλάδα, έχει μετατραπεί σε μια σύγχρονη αποικία, στης οποίας το πτώμα, ασελγούν, το Διεθνές κεφάλαιο και οι τοκογλύφοι. Σ’ αυτή την κρίσιμη καμπή της ιστορίας μας, όπου ο κίνδυνος του διαμελισμού της χώρας, τόσο ο γεωπολιτικός όσο και ο κοινωνικός, είναι υπαρκτός, δεν υπάρχουν περιθώρια για έριδες, μικροκομματισμούς και ιδεοληψίες. Αντίθετα, όλοι οι πολιτικοί φορείς του τόπου, οφείλουν να επιδείξουν, συλλογική συνεννόηση και εθνική ομοψυχία, προκειμένου να βγούμε, όσο το δυνατό αλώβητοι, απ’ αυτή, την ατραπό. Ας μη ξεχνάμε, ότι κάποιοι, μαρτύρησαν για τούτο τον τόπο, και δεν έχουμε το δικαίωμα να τον παραδώσουμε, με ελαφρά την καρδίαν και πόσον μάλλον αμαχητί, σε όποιους και με όποιον τρόπο την επιβουλεύονται.
K. X.