του Ανδρέα Πασσά
Ήταν ένας πνιγμένος λυγμός ανάμεσα σε δυο πένθιμα χτυπήματα της καμπάνας, που τράβηξε την προσοχή του Κ. Εντόπισε μια αδιόρατη αναταραχή στα τραπέζια λες και ο καθένας ξεχωριστά να αφουγκράστηκε έναν μικρό σεισμό κάτω από τα πόδια του.
Λόγια τρεμόπαιξαν, κινήσεις χοροπήδησαν πριν την ολοκλήρωση, βλέφαρα πετάρισαν εντονότερα και μια ανάσα μετά, όλα κύλησαν πάλι νωχελικά, όπως ένας βροντόσαυρος θα έσερνε τα πόδια του σε μια προϊστορική σαβάνα.
Φόρεσε το σακάκι του και βγήκε έξω στο μπαλκόνι του καφενείου, δίπλα σε έναν ηλικιωμένο ντυμένο στα χακί, που με τα χέρια στη μέση, χάζευε τη νεκρική πομπή να περνάει μέσα από το χωριό. Τα νύχια του είχαν πράσινη κρούστα βρωμιάς και οι κάλοι φούσκωναν στα δάκτυλα. Ίδια ταλαιπωρία και στο πρόσωπο. Σαν να το είχαν περάσει από τρίφτη τυριού, ενώ τα δόντια του έδειχναν να είναι ότι είχε απομείνει από μια μετωπική σύγκρουση με κάτι απροσπέλαστο.
«Βιάζονται να τη βάλουν στη γη. Περίμεναν πολύ γι αυτό. Έφτασε εκατό» έδειξε το φέρετρο. «Ετούτη θυμόνταν τα πάντα. Εμείς δεν έχουμε πραγματική μνήμη. Μόνο κάτι μαυρισμένα ερείπια που τα πνίγει το χορτάρι και ονόματα που δεν σημαίνουν τίποτα» . Στύλωσε επίμονα τα γαλάζια μάτια του στον Κ. Στο εσωτερικό τους αντικατοπτρίζονταν ο καθαρός ουρανός και οι ανεμογεννήτριες στη ράχη του βουνού. «Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω ε;»
Ο Κ. έγνεψε. Ήθελε να βρει τις σωστές λέξεις για να μην πει καμία κουταμάρα. Ο γέρος τον πρόλαβε όμως.
«Κακό πράγμα ο αδερφικός πόλεμος. Το χωριό συνθλίφτηκε από δαύτον»
«Με ποιά πλευρά πήγε;»
«Μισό μισό. Αυτό το έκανε χειρότερο. Με την ανακωχή, κάποιοι έφυγαν στο εξωτερικό για να ξεφύγουν από το κακό αίμα. Έκαναν οικογένεια εκεί και πέθαναν χωρίς να γυρίσουν ποτέ ξανά. Αυτοί που έμειναν, δεν μιλούσαν για ότι γίνηκε. Αλλά έβλεπες την ενοχή που κουβαλούσαν. Μερικές φορές έβλεπες και τον θυμό που σιγόκαιγε ακόμα. Η μακαρίτισσα ήταν η τελευταία με αναμνήσεις από κείνη την εποχή»
«Ήσασταν συγγενείς;»
«Όχι» έκανε μια μεγάλη παύση και βρήκαν ευκαιρία να τρυπώσουν στο κενό της, το σύρσιμο από τις σόλες που ακολουθούσαν το φέρετρο, η χαμηλή μουρμούρα και κάτι πουλιά που έκρωζαν.
«Ο πατέρας της σκότωσε το δικό μου» η φωνή του έγινε χίλια κομμάτια. «Αλλά ανάθεμα αν θυμάμαι το πρόσωπο του. Ήμουν βυζανιάρικο τότε. Πώς να σου λείψει πραγματικά κάποιος που δεν γνώρισες! Και πως, να μισήσεις που στον στέρησαν;. Γίνεται;»
Η κεφαλή της πομπής πήρε τη στροφή για τον κατηφορικό δρόμο που οδηγούσε σε μια σχισμή όπου αιώνες τώρα οι κάτοικοι είχαν επιλέξει να επιστρέφουν τους αγαπημένους τους στη γη.
«Και ο δικός της σκοτώθηκε επίσης. Μήνες μετά την ανακωχή. Γυρνούσε από τα ζώα και κάποιος τον πυροβόλησε πισώπλατα. Ίσως αυτό μας δένεις. Να μας κάνει συγγενείς κάπως» κατέληξε.
«Γιατί δεν είστε στην κηδεία;»
Ο γέρος κάγχασε και από το κόκαλο στο σαγόνι του ήρθε ένας κούφιος ήχος.
«Θα δεις όταν φτάσεις στην ηλικία μου, ότι στις κηδείες των άλλων σκέφτεσαι περισσότερο τη δική σου» χτύπησε την παλάμη απαλά στο κάγκελο και με τις σκέψεις του να βουίζουν στο κεφάλι σαν μελίσσι στο κρανίο λιονταριού, μπήκε στη σάλα του καφενείου.
Ο Κ. κατέβηκε τα σκαλιά και μπερδεύτηκε με τον κόσμο στην ουρά της πομπής. Ακολούθησε μέχρι τη μάντρα του νεκροταφείου και κοντοστάθηκε στη σκιά ενός κυπαρισσιού. Ο παπάς άρχισε να ψέλνει βαριεστημένα τα λόγια από το βιβλίο του. Αν έψαχνες θλίψη στην κηδεία, δεν έβρισκες καμία ένδειξη. Όλοι ήταν εκεί από καθήκον. Τα εκατό χρόνια ήταν πλεονασμός για να κλαίνε κάποιον που έφυγε.
Το ανθρωπολογικό ενδιαφέρον του Κ έσβησε γρήγορα. Κοίταξε την ώρα στο ρολόι. Σχεδόν μεσημέρι. Απομακρύνθηκε από το νεκροταφείο και ωσότου να φτάσει στην πλατεία και από εκεί στο συνεργείο, απέμεινε μονάχα ο ήχος της καμπάνας, ο μεταλλικός λόγος ενός λιγομίλητου θεού στους πιστούς του.
Ο σκιερός χώρος του συνεργείου έμοιαζε με αποθήκη που σταδιακά είχε αλλάξει η χρήση της. Κυριαρχούσε το λιπαντικό και η υγρασία και πιο κάτω μια όξινη μυρωδιά. Το αμάξι του ήταν σηκωμένο στις μπάρες και ο μάστορας δούλευε χωμένος στη μηχανή. Όταν τον αντιλήφθηκε πέταξε το κλειδί στην εργαλειοθήκη και σκούπισε τις στάλες του ιδρώτα με ένα στουπί που έβγαλε από την τσέπη της φόρμας του.
«Θέλω καμία ωρίτσα ακόμα αδερφέ. Στην Αθήνα πρέπει να το δουν ξανά, εντάξει!» είπε.
Ο Κ αναθεμάτισε την τύχη του. Από την στιγμή που αντίκρισε το ρημάδι το αμάξι στον υπόγειο χώρο στάθμευσης της εταιρίας, ήξερε ότι μάλλον θα έχει κάποιο πρόβλημα με αυτό. Τα χιλιόμετρα ήταν πολλά, όπως επίσης και τα χέρια που το είχαν οδηγήσει πριν από αυτόν. Αλλά τότε, κουρασμένος ήδη από μια δύσκολη εβδομάδα, με το αφεντικό στενό κορσέ και τα καθήκοντα του διευρυμένα εξαιτίας της πρόσφατης μείωσης προσωπικού, σκέφτηκε καλύτερα ετούτο το σαράβαλο, παρά το δικό του στους χωματόδρομους και τις λακκούβες.
«Θα με φτάσει μέχρι Αθήνα λες;» ρώτησε.
«Αν δεν το ζορίσεις….. Κόψε καμία βόλτα και ξαναέλα, θα το χω έτοιμο»
Με τα χέρια στις τσέπες, έχοντας εξαντλήσει ότι είχε να προσφέρει το χωριό, έπιασε το σουλάτσο. Είχε πολλά στο μυαλό. Δυο παιδιά που μεγάλωναν γρήγορα, πενιχρές απολαβές και έναν δικαιολογημένο φόβο για το μέλλον του. Έτρεμε ότι θα ήταν ο επόμενος που θα έπαιρνε πόδι. Οι πιτσιρικάδες που έμπαιναν στον χώρο των πωλήσεων κατείχαν πτυχία με ευφάνταστους τίτλους και ήταν φθηνότεροι. Αυτός, στα σαράντα δύο κόστιζε πολύ στην επιχείρηση και η απόδοση του δεν ήταν και η καλύτερη.
Οι σκέψεις τον έκαναν να χάσει την αίσθηση του χρόνου. Περπάτησε και περπάτησε μέχρι που ξεμάκρυνε από το χωριό. Ο τρούλος της εκκλησίας που κανονικά ξεχώριζε, βγήκε εκτός οπτικής εμβέλειας. Ξαφνικά βρέθηκε σε ένα κατάφυτο τίποτα στο πουθενά. Όμως, υπήρχε ένα όχημα σταθμευμένο στην άκρη του δρόμου λίγο παρακάτω. Το μαύρο χρώμα του, έμοιαζε να ρουφάει το φως του ήλιου.
Το αμάξι ήταν μια παλιά Citroen με σκούρα τζάμια και τόσες λακκούβες πάνω της, όσες το φεγγάρι. Από την καμπίνα έρχονταν ένα τραγούδι. Ξεχώριζε ο φρενήρης ρυθμός των κρουστών. Ο κάτοχος του αμαξιού, ήταν ένας άνδρας που καθόταν στο πίσω μέρος, με τις μπότες από δέρμα κροκόδειλου στον προφυλακτήρα και κάπνιζε βγάζοντας τον καπνό σε συμμετρικά δακτυλίδια. Φορούσε μωβ κουστούμι που ήταν στη μόδα τον καιρό της ντίσκο και είχε τα λευκά μαλλιά του πιασμένα σφιχτά.
Η πρώτη εντύπωση που έδωσε στον Κ. ήταν αυτή του μασκαρά. Όπως θα ντύνονταν ισπανός χορευτής του φλαμένκο κάποιος τις απόκριες αν ήθελε να υπερβάλει λίγο. Περίεργο φρούτο, σκέφτηκε καθώς τον πλησίαζε αποφασισμένος να προσπεράσει δίχως να ασχοληθεί.
«Μέρα φίλος» έκρωξε ο άγνωστος τραβώντας την τελευταία λέξη.
«Γεια» αποκρίθηκε ο Κ για να αντικρύσει ένα κίτρινο χαμόγελο νικοτίνης και μπλαζέ ανηθικότητας όπως γύρισε.
Στο αριστερό μάτι του άνδρα υπήρχε ένα ξεθωριασμένο αποτύπωμα κόρης, το αχνό μαύρο μιας καμουφλαρισμένης καταβόθρας, ενώ το άλλο ζωηρό και παλλόμενο στην κόγχη του, ήταν λερωμένο με αίμα από τα πολλά σπασμένα αγγεία.
Τον κυρίευσε ξαφνικά η επιτακτική ανάγκη να κάνει τον άγνωστο να μιλήσει ώστε να σταματήσει να τον εξετάζει με εκείνον τον τρόπο που ήταν λες και τον κοιτούσε πέρα από τα ρούχα και το δέρμα, κατευθείαν στις σκέψεις και στα πιο άβολα όνειρα που είχε τις νύχτες.
«Είναι όλα εντάξει;» κατάφερε να ψελλίσει παγιδευμένος σαν μύγα σε παγίδα με κόλα.
Εκείνος γέλασε και το γέλιο του ξετυλίχθηκε το ίδιο άβολο με την εξεταστική σιωπή του. «Εξαρτάται από πια πλευρά το κοιτάς» έδειξε την αλεπού ακριβώς πάνω στη λευκή σήμανση της διαχωριστικής γραμμής στην άσφαλτο.
Το άμοιρο ζώο ήταν κομμένο στα δύο. Τα εντόσθια του χυμένα σε κορδέλες. Οι μύγες είχαν αρχίσει να μαζεύονται και να βουίζουν. Μια γραμμή μυρμηγκιών έβγαινε από το γρασίδι και πήγαινε καρφί για τα σωθικά της.
«Το λάστιχο την έφερε βόλτα στην εσοχή του φτερού. Είναι καλό να πατάς γκάζι όταν συμβαίνει αυτό. Ποτέ φρένο, γιατί θα βρεθείς και εσύ να κοιτάς τα ραδίκια ανάποδα» έσκυψε και τράβηξε μια ματωμένη τούφα από τη λαμαρίνα. Την έφερε στη μύτη και για μια στιγμή έδειχνε ότι πήγαινε να τη δοκιμάσει με τη γλώσσα του. Όμως τότε, άνοιξε τα δάκτυλα και ο αέρας την πήρε στα χορτάρια.
«Πρέπει να τη βγάλουμε από το δρόμο» είπε ο Κ κοιτώντας το κουφάρι που ήταν πιο εύκολο θέαμα από εκείνο το άγριο πρόσωπο που χε μπροστά του.
«Γιατί παρακαλώ!» έκανε με γνήσια απορία και κάτι πιο ανθρώπινο σχηματίστηκε στα χαρακτηριστικά του.
«Για να μην περάσει άλλο αμάξι από πάνω της και την λιώσει»
«Είναι νεκρή, δεν χρειάζεται το έλεος σου. Το ίδιο της κάνει αν την πατήσουν πάλι»
«Παραμένει ένα άσχημο θέαμα»
«Ενδιαφέρον. Κοίτα όμως…» έδειξε τα ρούχα του κλείνοντας το μάτι. «Δεν έχω καμία διάθεση να λερωθώ»
«Έχεις κάτι να την πιάσω εγώ τότε; Ένα πανί στο αμάξι, ίσως»
«Έχω έναν ολάκαιρο κόσμο εκεί μέσα, αλλά πανί, δυστυχώς όχι. Και γιατί να τη μετακινήσουμε; Η φύση ξέρει τη δουλειάς της»
«Αυτή την φορά λέω να μην την αφήσουμε να κάνει το δικό της»
«Και ποιος το λέει αυτό; Εσύ άνθρωπε του διαδικτύου;» κατέβασε τα πόδια από τον προφυλακτήρα και κινήθηκε προς το μέρος του.
Ο Κ έφυγε μερικά βήματα πίσω. Βρήκε στην λαμαρίνα του αμαξιού και αμέσως αισθάνθηκε ένα γουργούρισμα που έρχονταν από το μέταλλο στο γοφό του λες και το αμάξι ήταν κάτι ζωντανό. Ξεκόλλησε ξαφνιασμένος. Ο άνδρας διπλώθηκε με ένα ψεύτικο γέλιο όλο δόντια και κακάρισμα.
«Μα τι έπαθες εσύ καλέ! Πως σκιάχτηκες έτσι ξαφνικά!» χτύπησε τα χέρια του.
Το ένστικτο του Κ, του έλεγε να τρέξει μακριά, όμως η αξιοπρέπεια και η λογική φρέναραν τα πόδια του.
«Το ακούς αυτό;» σταμάτησε να γελάει και έφερε το χέρι στο αυτί. «Είναι τα αλεπουδάκια! Άκου! Άκου!» αναφώνησε με λαχτάρα.
Ναι, τα άκουγε αμυδρά από κάπου στην πλαγιά. Τρεις φωνούλες. Μια παιδική χορωδία.
«Είναι καταδικασμένα με τη μάνα τους νεκρή. Έχω χρέος να τα βγάλω από τη μιζέρια τους. Αυτή είναι μια πράξη ελέους. Όλα τα άλλα είναι ανόητες συμβάσεις. Ποιός ξέρει, εμείς οι δύο ίσως τα πούμε μια άλλη μέρα. Από εσένα εξαρτάται αποκλειστικά. Αντίο τώρα!» χώθηκε στους θάμνους και χάθηκε.
Η μηχανή του αμαξιού γρύλισε υπόκωφα και τα φανάρια τρεμόπαιξαν.
Ο Κ δεν κρατήθηκε άλλο και έφυγε τρέχοντας και παρότι τον κύκλωνε ο πλούσιος θόρυβος των πουλιών στα δένδρα, της ανάσας του όπως βαρυγκωμούσε και του ποδοβολητού του, το μόνο που άκουγε, ήταν τα αλεπουδάκια που σώπαιναν ένα ένα.