του Ανδρέα Πασσά
Το αίμα του έβραζε. Είχε στα σωθικά το διάβολο, φτηνό κρασί και τις στριμμένες μοναξιές να τον κεντρίζουν. Το σπίτι, του προκαλούσε ασφυξία.
Η αθλιότητα των 57 τμ απειλούσε να χαράξει νέες γραμμές θλίψης στο πρόσωπο του, οι γωνίες των επίπλων και οι γυάλινες επιφάνειες τον κοιτούσαν απειλητικά. Η παρηγοριά της τηλεόρασης εξαντλήθηκε γρήγορα και η μουσική που έβαλε να παίζει κατάφερε μόνο να τον κουρδίσει. Όταν άρχισε να βλέπει το κόκκινο περίγραμμα ενός στόχου στον τοίχο, με την οδηγία ΚΕΦΑΛΙ ΕΔΩ να αναβοσβήνει, ντύθηκε σβέλτα, αδιαφορώντας για τα ρούχα που μύριζαν μπαγιάτικο ιδρώτα και βγήκε έξω.
Στα μαγαζιά που πέρασε δεν του άρεσε ο κόσμος. Πλαστικές παρέες και ένα φωνακλάδικο μουρμουρητό. Περπάτησε αρκετά, χωρίς να σκέφτεται την κατεύθυνση, ακολουθώντας έναν ξεχαρβαλωμένο Βορρά στην πυξίδα του, μέχρι που έφτασε στη Βικτώρια, όπου αποφάσισε να ξαποστάσει σε ένα παγκάκι με μια μπίρα, παίρνοντας βαθιές ανάσες, ανακουφισμένος που είχε ξεφύγει από τις συμπληγάδες που τον ασφυκτιούσαν νωρίτερα.
Η ώρα ήταν προχωρημένη και τα περισσότερα μαγαζιά σκοτεινά, εκτός από κάτι ύποπτα καφενεία με κονσομασιόν και τζόγο. Ο κόσμος στην πλατεία ελάχιστος, περιορισμένος σε περαστικές σκιές και πρεζόνια.
Ο ήχος μια σφαλιάρας τον έκανε να πεταχτεί από το μπαγκάκι. Λίγη από την μπίρα λέρωσε τον πήχη του.
Δυο μαυροντυμένοι μαντράχαλοι είχαν κατέβει από ένα παπί και στριμώξει μια έγχρωμη κοπέλα δίπλα σε ένα ετοιμόρροπο περίπτερο. Ο ένας τη χούφτωνε στο στήθος, ενώ ο άλλος έμοιαζε να τη βρίζει μέσα από τα δόντια του. Ένας τρίτος, φιλούσε τσίλιες πάνω σε μια μηχανή μεγάλου κυβισμού σε διακριτική απόσταση. Κάποιος, πέρασε τρέχοντας από δίπλα τους. Σχεδόν μπορούσες να δεις τον φόβο που έχυναν σε μια ρυπαρή γραμμή τα οπίσθια του καθώς ξεμάκραινε.
«Αυτό δεν έψαχνες; » τον κέντρισε η φωνή στο μυαλό του. Μέχρι να δώσει απάντηση, είχε πλησιάσει το σκηνικό με τη χάρη υπνοβάτη.
« Φύγε ρε μαλάκα! » γύρισε ο ένας. Τα μάτια του μικρά σαν πινέζες. Ξυρισμένο κεφάλι και παχύσαρκη βαρβατίλα. Ηλίθια καθάρματα που είχα μπερδέψει το αίμα στις φλέβες τους για ιχώρ.
« Φύγε ρε! » τον προειδοποίησε πάλι, με υψωμένη τη γροθιά, για να καταλήξει η απειλή του σε μια άναρθρη κραυγή, όταν εκείνος τον κοπάνησε με το κουτί της μπίρα στα δόντια. Ξαφνικά, ήταν μόνο ανάσες, άσχημες μυρωδιές και χτυπήματα σε ψαχνό και κόκκαλο. Η αδρεναλίνη τον είχε παρασύρει στην πρωτόγονη πλευρά. Βαρούσε τυφλά και δεχόταν γροθιές χωρίς να νιώθει πόνο. Προσγειώθηκε στον πολιτισμό, όταν έπεσε κάτω και κάποιος τον έπιασε από τα μαλλιά και τον βάρεσε με δύναμη στο μεταλλικό καπάκι ενός ρολογιού της ΔΕΗ. Κουνήθηκαν τα πάντα στο κρανίο του, ακόμη και οι αναμνήσεις. Έμεινε να βλέπει ένα κόκκινος ίχνος να μουσκεύει το βλέφαρο του, ενώ τα μηχανάκια έπαιρναν μπροστά με βρισιές.
Η κοπέλα τον βοήθησε να σηκωθεί. Πήγε να χάσει την ισορροπία του, μα εκείνη τον έστησε πάλι υποβαστάζοντας τον. Έψαξε την πληγή πάνω από το φρύδι και επιθεώρησε το αίμα στα δάκτυλά του έπειτα. Να κάτι που δεν αντικρίζω συχνά, σκέφτηκε. Καμία απάντηση στο κεφάλι του. Η φωνή τον είχε αφήσει να υποφέρει μόνος.
« Πάμε να σε καθαρίσω » του πρότεινε. « Δεν μένω μακριά »
Περπάτησαν μερικά τετράγωνα με το μπράτσο του περασμένο στους ώμους της. Όταν έφτασαν στο σπίτι, ένα υπόγειο στην πίσω πλευρά μιας παλιάς πολυκατοικίας, κατέβηκαν μια εσωτερική σκάλα προσεκτικά, γιατί τα σκαλοπάτια ήταν στενά και το αίμα τον εμπόδιζε να βλέπει καθαρά. Η κατάβαση, έδινε την εντύπωση ότι με κάθε βήμα απομακρύνονταν από την Αθήνα και πλησίαζαν μέσω μιας τρύπας στη γη προς την Αφρική.
(συνεχίζεται)