«Αυτός είναι ο Ήλιος μου»
Μου αρέσει αυτός ο ήλιος. Τεράστιος! Αρχοντικός! Όμορφος! Πολύχρωμος!
Μου θύμισε εκείνον που ζωγράφιζα μικρός στα σχολικά μου τετράδια. Εκείνον που συζητούσα ατέλειωτες ώρες μαζί του. Εκείνον που με πήγαινε βόλτα σε τόπους αγγελικά πλασμένους. Μου μιλούσε συνέχεια για πράγματα ζωτικά. Αρμονικά ατίθασα μεταξύ τους. Μου έλεγε τί θα συναντήσω στο δρόμο μου. Τί θα φοβηθώ και τί θ’ αγαπήσω. Κι εγώ καθόμουν πάντα και τον άκουγα με προσοχή. Με σεβασμό. Ίσως αυτή να ήταν και η τιμωρία μου. Το φιλί και το χαστούκι. Κάποια στιγμή τον άκουσα να μου φωνάζει τρομαγμένος. Σαν να φοβήθηκα λίγο αλλά…, δεν του έδωσα σημασία. Καθώς περνούσε η ώρα άρχισε να ουρλιάζει και να κλαίει. Όταν γύρισα και τον είδα, τα μάτια μου κρυστάλλωσαν. Ένιωθα το Θάνατο να μπαίνει κάτω απ’ το δέρμα μου! Κάποιοι τον έπιασαν, τον έδεσαν, τον χτύπησαν και του έβαψαν τα ρούχα του μ’ ένα πένθιμο χρώμα. Το χρώμα του νεκρού. Του νεκρού που δεν πρόλαβε ακόμα ν’ ασπρίσει. Ξέσπασα σε κλάματα μα…, τα δάκρυά μου θύμωσαν. Έτρεξαν γρήγορα το ένα πίσω από το άλλο και άρχισαν να φτιάχνουν ένα μεγάλο και όμορφο κρεβάτι. Από αυτά που έχουν πουπουλένια μαξιλάρια, μεταξωτά σεντόνια και όμορφο σκάλισμα στις άκρες. Από αυτά που μόνο Πρίγκιπες μπορούν να έχουν. Τον σήκωσα με όση δύναμη μου είχε απομείνει και τον έβαλα να ξαπλώσει. Τον σκέπασα με μια πλεκτή κουβέρτα χειροποίητη, που είχε κεντήσει η γιαγιά μου λίγο πριν μας αφήσει για το δικό της μεγάλο ταξίδι, για προίκα μου και τον χάιδευα απαλά στο κεφάλι για να μπορέσει να κοιμηθεί. Τον παρηγορούσα με λόγια όμορφα και του έλεγα: «Μην κλαις. Θα σου δώσω εγώ να φορέσεις πιο όμορφα ρούχα από αυτά που φορούσες μέχρι τώρα, Σώπασε. Μην κλαις. Θα τα πετάξουμε αυτά που σου λέρωσαν. Κοιμήσου». Κάποια στιγμή τα κατάφερα. Ηρέμησε. Κοιμήθηκε κι άρχισε να ζωγραφίζει το πρόσωπό του αυτό το αθώο χαμόγελο. Το χαμόγελο του μωρού. Όσο αυτός κοιμόταν, εγώ τον έντυνα. Πέρασαν τα χρόνια. Ξύπνησε. Σηκώθηκε δειλά-δειλά και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Άστραψαν τα μάτια του και γέλασε δυνατά! Του άρεσε. Άπλωσε με λεβεντιά τις ακτίνες του και τις καμάρωνε, σαν να ήταν παγώνι που έψαχνε για το ταίρι του. Του είχα φόρεσα ρούχα, με χρώματα φτιαγμένα από ρόδα κι αγκάθια. Φτιαγμένα από κρίνα και θειάφι. Από το κλάμα του παιδιού και την ψυχή της μάνας του. Από το γέλιο των μωρών και από τη μυρωδιά των γραμμάτων, από τα λόγια των ακέφαλων ποιητών. Από τα δικά μου δάκρυα. Από την αγάπη που τόσα χρόνια αυτός με τάιζε. Και κοιταζόταν στον καθρέφτη ξανά και ξανά και το χαμόγελό του άστραφτε από ευτυχία! Κι εγώ τον θαύμαζα κι ένοιωσα μαζί του τη Αγάπη και την Λευτεριά! Αυτός είναι ο ήλιος μου. Και δεν μου τον λέρωσαν ποτέ ξανά. Δεν τόλμησαν να μου τον ξαναλερώσουν! Γιατί είναι δικός μου. Μόνο δικός μου.
Νεκτάριος Θεοδώρου