Το καλοκαίρι του ‘13, με την κοιλιά της φίλης μου να φουσκώνει και τα λεφτά που είχα στην άκρη να σώζονται, η μόνη ευκαιρία για δουλειά που μου παρουσιάστηκε, λίγο πριν το έσχατο σημείο του να ζητήσω δανεικά από τον πατέρα μου, ήταν σε ένα βενζινάδικο στην λεωφόρο Μαρκοπούλου.
Μου έπαιρνε μια ώρα να πάω και μια ώρα να γυρίσω. Ο ιδιοκτήτης ένας οξύθυμος γέρος φώναζε συνέχεια χωρίς λόγο, τα λεφτά ήταν χάλια και το ωράριο εξουθενωτικό. Υπήρχε ακόμη ένας υπάλληλος που είχε συγγένεια με τον γέρο και μαζί έφτιαχναν το πρόγραμμα, όπως τους βόλευε, με αποτέλεσμα να μου έχει πέσει η μερίδα του λέοντος στα νυχτερινά. Είχα όμως μεγάλη ανάγκη τα λεφτά και έτσι το βούλωνα. Μετά από λίγο καιρό, αν βάλεις στην άκρη ότι είχα κάνει την νύχτα μέρα και τον φόβο ότι μέσα από το επόμενο αμάξι που θα έμπαινε για ανεφοδιασμό, μπορεί να έβγαιναν τίποτα τύποι με κουμπούρια, για να πάρουν τις εισπράξεις και να με γεμίσουν τρύπες, το να κάνω τη βραδινή βάρδια ήταν το πιο ιδανικό από πλευράς ησυχίας. Καθόμουν έξω, σε μια πλαστική καρέκλα και διάβαζα ακούγοντας μουσική από ένα μικρό ραδιόφωνο. Τις περισσότερες φορές είχα για παρέα δύο κοπρίτες που με επισκέπτονταν, γιατί ήξεραν ότι θα τους βάλω νερό και ίσως τους πετάξω κανένα σαλάμι από το κολατσιό μου. Η φύση της εργασίας δεν ήταν κοπιαστική. Συνήθως η κίνηση αραίωνε αρκετά μετά τα μεσάνυχτα και αφού τελείωνα το σκούπισμα που με υποχρέωνε το αφεντικό, άραζα στην καρέκλα και σηκωνόμουν μόνο για πελάτες ή να πάω τουαλέτα και κάποιες φορές για να παίξω με τα σκυλιά. Έτσι χαλαρός ήμουν εκείνη την νύχτα, όταν μπήκε μια ταλαιπωρημένη μαύρη Citroen D 5 του ‘73 με τη μηχανή να βρυχάται και τα μέταλλα της να κουδουνίζουν. Σταμάτησε δίπλα στην αντλία, με τον καπνό από την εξάτμιση να την τυλίγει. Τα τζάμια ήταν σκούρα και δεν μπορούσα να δω στο εσωτερικό της. Σηκώθηκα βλαστημώντας σιωπηλά που με είχαν αποσπάσει από τις δραματικές σελίδες του βιβλίου που διάβαζα. Τα σκυλιά ξύπνησαν, με κοίταξαν περίλυπα, ψευτόκλαψαν κι έπειτα τρύπωσαν στα χορτάρια στο διπλανό οικόπεδο με την ουρά κάτω από τα σκέλια. Ωραίοι φίλοι είστε, σκέφτηκα. Η πόρτα του οδηγού άνοιξε με λαστιχένιο θόρυβο. Από μέσα πετάχτηκαν, ζωώδης μπόχα, ένα παλιό ιταλικό τραγούδι και ένας γέρος με μωβ κουστούμι, βαρύ και παράταιρο για την εποχή, με μια τρανταχτή υποψία φθοράς στα μανίκια και τον γιακά. Είχε γκρίζα μαλλιά, που άρχιζαν από τη μέση του κρανίου, σφικτά δεμένα σε μια μικρή κοτσίδα και μυτερό γένι στο πηγούνι. Το αριστερό μάτι ήταν λευκό και μάλλον τυφλό, το άλλο ραδιενεργά ζωηρό, το ένιωσα να με διαβάζει, ενώ τεντώνονταν για να ξεπιαστεί, χτυπώντας ρυθμικά τις μπότες από δέρμα κροκοδείλου στο τσιμέντο. «Πόσο;», ξεκρέμασα την αντλία. «Όσο διψάει», είπε με το βλέμμα ψηλά κι ενώ πάλευα να ανοίξω την τάπα βρέθηκε δίπλα μου και την ξεβίδωσε με ευκολία. Τα νύχια του γαμψά και καφετιά από τον χρόνο, έμοιαζαν με τροχισμένες εξωτερικές προεκτάσεις των οστών του. «Γουφ-γουφ» γάβγισε προς τον ένα σκύλο, που είχε γυρίσει και κοιτούσε από μακριά. «Λοιπόν, την τελευταία φορά που είχα περάσει από εδώ, ο δρόμος είχε χώμα, λάμπες πουθενά και ο αέρας μύριζε κοπριά. Το ‘77, νομίζω. Πήγαινα στο χωριό για μια γκόμενα», κούνησε πρόστυχα μπρος-πίσω τη μέση του, κοιτώντας πάντα με ένα στραβό χαμόγελο και το καλό μάτι να παίζει εκστασιασμένο στη θύμηση εκείνης της απόλαυσης. (συνεχίζεται)
Ανδρέας Πασσάς