του Ανδρέα Πασσά
Δεξιά και αριστερά υπήρχαν γλάστρες με πλατύφυλλα φυτά και έντονα αρώματα, ενώ το πορτοκαλί φως της πόλης που έμπαινε μέσα από ένα μικρό φεγγίτη, φανέρωνε πίσω από τις αιχμηρές σκιές των φύλλων, κακότεχνες φιγούρες ζωγραφισμένες στο σοβά, γυναίκες και σκελετοί που χόρευαν ανάμεσα σε λεοπαρδάλεις και εξωτικά πτηνά.
Ξεκλείδωσε την πόρτα και πέρασαν σε ένα χολ που το φώτιζε μια σειρά από αδύναμες κόκκινες λάμπες στο ταβάνι. Σε μια πλευρά υπήρχε ένας παλιός καναπές με ένα κοντό τραπέζι. Κάπου, ένα στερεοφωνικό έπαιζε ψυχεδελική σόουλ σε χαμηλή ένταση. Σε ένα άλλο τραπέζι, μπροστά από κάτι ξύλινα ειδώλια, έκαιγαν αρωματικά κεριά.
«Δεν σου έχουν πει να μην αφήνεις αναμμένα κεριά όταν φεύγεις από το σπίτι;» της είπε ενώ τον έσπρωχνε να καθίσει στον καναπέ με το κεφάλι ψηλά ώστε να περιοριστεί κάπως η αιμορραγία. Μετά εκείνη πέρασε σε ένα άλλο δωμάτιο μέσα από μια πλαστική κουρτίνα με χάνδρες, κοπάνησε ντουλάπια και όταν επέστρεψε είχε ένα κουτί στα χέρια της και μια πλαστική λεκάνη με νερό πάνω του. Τα άφησε στο τραπέζι, άναψε ένα τσιγάρο με τη φλόγα ενός κεριού και το έχωσε στα χείλη του.
«Δυνατό πράγμα» αναφώνησε εκείνος μόλις κατέβασε την πρώτη τζούρα. «Δεν έχω δοκιμάσει κάτι παρόμοιο ξανά. Τι είναι;»
“She’s got a ticket to ride” τραγούδησε παίρνοντας το κουτί στα πόδια της.
Με ένα πανί που το μούσκεψε στο νερό, καθάρισε το κούτελο του. Το αίμα και η ενόχληση τον εμπόδιζαν να δει με ευκρίνεια τα χαρακτηριστικά της. Έπιανε όμως στα ρουθούνια του, τον αέρα της σάρκας της, τριαντάφυλλο και μια δροσιά θάλασσας, που τον χαλάρωσαν σε μια έλξη.
«Θα τσούξει» προειδοποίησε προτού χύσει οινόπνευμα στην πληγή.
Βλαστήμησε τινάζοντας τα χέρια του. Εκείνη γέλασε.
«Σκληρό αντράκι!» τον πείραξε με τον αγκώνα της.
«Θέλει ράμματα;» ρώτησε, μόλις ηρέμισε το τσούξιμο.
Έγειρε φέρνοντας το γεμάτο στήθος της κοντά στο πρόσωπο του. «Δυο ή τρία» είπε.
Με τη μαγεία αυτή στα ρουθούνια, αποφάσισε αυθόρμητα. «Κάνε ότι νομίζεις. Δεν πρόκειται να φάω όλο το βράδυ στα επείγοντα»
Άναψε ένα δυνατό φωτιστικό και το έστρεψε πάνω του. Η βελόνα φάνταζε να έχει μια μοχθηρή νοημοσύνη καθώς την έκαιγε στη φλόγα του κεριού.
«Το έχεις ξανακάνει;»
«Μη φοβάσαι» έπιασε το χέρι του να τον καθησυχάσει . «Ούτε εγώ πάω εύκολα στα νοσοκομεία. Με ζαλίζουν με τα χαρτιά μου»
«Περίμενε!» τη σταμάτησε για να τραβήξει μια καλή τζούρα από το τσιγάρο.
«Οκ, τώρα είναι εντάξει» τοποθέτησε το κεφάλι του ακριβώς κάτω από τη λάμπα.
Η βελόνα όταν έμπαινε στο δέρμα του τον ωθούσε πεισματικά στη λήθη για να τον κλωτσήσει μόλις η μύτη της περνούσε στην άλλη πλευρά, πίσω στην επώδυνη πραγματικότητα. Όταν το ράψιμο τελείωσε, του έδωσε έναν καθρέπτη να επιθεωρήσει τη δουλειά της.
«Υποθέτω είναι εντάξει».
(συνεχίζεται)