της Μαρίνας Σαουλίδου
Τα τελευταία χρόνια έχει ανοίξει μια νέα «επιστημονική διαμάχη» σχετικά με το αν η νηστεία είναι ωφέλιμη ή όχι για την υγεία του ανθρώπου, δεδομένου ότι προϋποθέτει τη στέρηση τροφής.
Πρόσφατη αμερικανική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Nature Communications μάλιστα έδειξε ότι, μια ολιγοθερμιδική διατροφή βοηθά να ζήσουμε περισσότερο και με καλύτερη υγεία. Αυτό σημαίνει ωστόσο ότι μπορούμε να πάμε κόντρα στη φυσική διαδικασία της γήρανσης;
«Φυσικά και μπορούμε, με τη νηστεία. Διότι, όσο λιγότερο τρώμε, τόσο μικρότερο το φορτίο για το πεπτικό μας σύστημα. Η νηστεία ουσιαστικά δίνει στο πεπτικό σύστημα τη δυνατότητα να ξεκουραστεί. Όταν η πέψη είναι πτωχή, το πρώτο που επηρεάζεται στον οργανισμό μας είναι ο μεταβολισμός και η ικανότητα καύσης του λίπους. Η νηστεία μπορεί να ρυθμίσει την πέψη και να προάγει την υγιή λειτουργία του εντέρου, βελτιώνοντας έτσι τον μεταβολισμό» επισημαίνει η πιστοποιημένη γιατρός Λειτουργικής, Προληπτικής, Αντιγηραντικής και Αναγεννητικής Ιατρικής, Δρ Νικολέτα Κοΐνη.
Η ίδια υπογραμμίζει άλλωστε πως πλέον έχει τεκμηριωθεί επιστημονικά ότι η νηστεία έχει θετική επίδραση και στην ευαισθησία στην ινσουλίνη, επιτρέπει στο σώμα να χρησιμοποιεί το λίπος ως κύρια πηγή ενέργειας αντί για τη ζάχαρη, αλλά και βοηθά στη ρύθμιση των ορμονών και της πείνας.
Παράλληλα, αναφέρει η Δρ Κοΐνη, η νηστεία αποτελεί και μέσο για να βελτιώσουμε το ανοσοποιητικό μας σύστημα επειδή μειώνει την παραγωγή ελευθέρων ριζών, ρυθμίζει τις φλεγμονώδεις καταστάσεις στο σώμα, αποτρέπει το σχηματισμό καρκινικών κυττάρων, συντελεί σε μείωση των καρδιαγγειακών παθήσεων και του διαβήτη. Παράλληλα, βελτιώνει την εγκεφαλική λειτουργία, προστατεύει τα εγκεφαλικά κύτταρα από αλλαγές που συνδέονται με τις νόσους του Alzheimer και του Πάρκινσον, ενώ δημιουργεί και χώρο για περισσότερη ενέργεια στο σώμα, αφού το πεπτικό σύστημα ξεκουράζεται και μπορεί να λειτουργήσει καλύτερα και να απορροφήσει ενέργεια.
Αυτό πάντως που πρέπει να προσέξουμε είναι ο τρόπος που νηστεύουμε, καθώς πολλοί σήμερα στο πλαίσιο της νηστείας οδηγούνται στην κατανάλωση περισσότερων υδατανθράκων, αυξάνοντας το σάκχαρό τους και διαταράσσοντας την ισορροπία των ορμονών της λεπτίνης και της ινσουλίνης, με αποτέλεσμα την αύξηση της πείνας.
«Αυτό, όπως καταλαβαίνετε, οδηγεί σε μεγαλύτερη πρόσληψη φαγητού, άρα σε αύξηση του σωματικού βάρους. Γι’ αυτό και στο μυαλό πολλών ανθρώπων η νηστεία έχει αρνητική υπόσταση. Όταν όμως γίνεται σωστά, δηλαδή με φυτικές τροφές που περιέχουν πρωτεΐνες υψηλής βιολογικής αξίας, οι οποίες παρουσιάζουν παρόμοια σύσταση με τις αντίστοιχες του κρέατος, η νηστεία μόνο θετικές επιδράσεις μπορεί να έχει στη σωματική και πνευματική μας υγεία» καταλήγει η γιατρός.