του Ανδρέα Πασσά
Έχοντας χάσει την αίσθηση του χρόνου, ιδρωμένος, με το κορμί να τρέμει από την εξάντληση, την παρακολούθησε να γλιστρά χωρίς ντροπή, από τα ρούχα σε μια διάφανη μαύρη ρόμπα, χωρίς τίποτα από μέσα. Ξαφνικά τους περιέβαλλε μια ζούγκλα, αγρίμια και κρουστά σε ένα άγριο κάλεσμα.
«Είσαι χαζός που μπλέχτηκες!» τον μάλωσε ξαφνικά για να σπάσει το δεσμό τους.
«Γιατί το λες αυτό;» άναψε πάλι το τσιγάρο που είχε σβήσει.
«Είναι δειλοί. Αγοράκια που στην πραγματικότητα καυλώνουν μόνο με άλλα αγοράκια. Το ότι δεν το παραδέχονται είναι το βάσανο τους, έτσι βρίζουν, χουφτώνουν, απειλούν και φεύγουν»
«Μιλάς καλά τη γλώσσα. Είσαι καιρό στην Ελλάδα;»
«Όλη μου τη ζωή» κάθισε σταυροπόδι και έπιασε να στρίβει ένα καινούριο τσιγάρο.
«Πόσο είσαι;»
«Αρχαία» απάντησε γελώντας πονηρά . «Από την κοιλιά της μάνας μου, είδα όλο το ταξίδι που έκανε εκείνη και όλο εκείνο που θα κάνω εγώ»
«Δεν πιστεύω σε αυτά. Ούτε στο Θεό, ούτε στους ανθρώπους. Αν έπρεπε να διαλέξω θεό, αυτός θα ήταν η μεγάλη λευκή φάλαινα»
«Ίσως έπρεπε να σε είχαν δείρει σε ζυμάρι. Στο κατώφλι του άλλου κόσμου, θα άλλαζες γνώμη για όλα όσα ξεστόμισες»
«Ίσως και εγώ έπρεπε να αφήσω να σε δείρουν για να δεις τι κάνουν τα σπασμένα δόντια στην ψυχή»
«Η ψυχή δεν χαλάει επειδή σπάνε τα κόκκαλα ή τα δόντια» χαμογέλασε αρπάζοντας το σχεδόν καμένο τσιγάρο που κρεμόταν στο στόμα του.
«Δεν με έσωσες εσύ σήμερα, αλλά εγώ εσένα» τα μάτια της γυάλισαν στη φλόγα του αναπτήρα. Φλόγες και το κούνημα της ουράς του κροταλία στο μαύρο τους. «Ξέρω τι είσαι» έγειρε πίσω με τις καμπύλες της να αγγίζουν μια τέλεια αρμονία στη νέα θέση τους.
«Πες μου τι είμαι» απαίτησε ζαλισμένος από το τσιγάρο.
«Άρρωστος. Θυμωμένος από την πρώτη μέρα της ζωής σου. Δεν ήταν ποτέ να γεννηθείς. Το μαρτύριο αυτό υπάρχει παντού πάνω σου. Είσαι λερωμένος»
Το δεύτερο τσιγάρο τον άδειασε σαν σακί. Εκείνη δεν το άγγιξε. Κάποια στιγμή σηκώθηκε όρθια και άφησε τη ρόμπα να πέσει. Φώναξε κάτι ακαταλαβίστικα και φύσηξε μια λευκή σκόνη από την παλάμη στο πρόσωπό του. Έκαιγε σαν να είχε μέσα πιπέρι. Δάκρυσε. Ένα αργό ψυχρό χάδι ανέβηκε την σπονδυλική στήλη του. Πέρασε τα πόδια της γύρω από τη μέση του, με το βάρος της ερεθιστικό πάνω του. Παρότι τυφλός, έκανε προσπάθειες να την αγγίξει, μα εκείνη τον απώθησε. Μόλις άρχισε να βλέπει κάπως και οι προσπάθειες του να γίνονται πιο πετυχημένες, εκείνη φύσηξε και άλλη ποσότητα. Μετά τον έγδυσε από τη μπλούζα του και έπιασε να ζωγραφίζει γραμμές στο λαιμό και τα μπράτσα του με τη σκόνη.
(συνεχίζεται)