του Ανδρέα Πασσά
Έψελνε σε μια παράξενη γλώσσα και λικνίζονταν με το στήθος της να πάλλεται σε κύκλους. Έφτυνε λέξεις, ήχους που έμοιαζαν με ονόματα, έκανε ότι τραβούσε, σαν να ξερίζωνε αόρατα ζιζάνια από μέσα του και όλα είχαν μια ξαφνική διαφάνεια και ρευστότητα, το δωμάτιο να περιστρέφεται αργά με τριγμούς, λευκός θόρυβος από τα ηχεία και η δαιμονική φασαρία εξωτικών πουλιών, σύννεφα, ομίχλη, λασπωμένες διακλαδώσεις ενός καφετί ποταμού, μια τάφρος με κόκκαλα στο χρώμα λευκού αλάβαστρου, κνήμες, θώρακες και κρανία, κοτόπουλα που πετάριζαν σε έναν ανηφορικό χωματόδρομο και εκείνος ξοπίσω τους, σε ένα ανάλαφρο τρέξιμο, παιδικά γέλια, μια αυστηρή γυναικεία φωνή, το τρέξιμο του να σχίζει το τοπίο, τα φώτα μιας πόλης, αμάξια που ζωγράφιζαν κίτρινες κορδέλες στο πέρασμα τους, η γητεύτρα να χορεύει μέσα στους τοίχους, πάνω στις μεταλλικές επιφάνειες και στα τζάμια και αυτός πια να βαδίζει προς το αναπόφευκτο ραντεβού με τις μολυσμένες μορφές που έσταζαν βιτριόλι, εκείνη να λάμπει αχνά, σχεδόν να καταπίνεται από το σκότος τους και κοιτώντας τα χέρια του να μην διαφέρουν από τη ρυπαρή σύνθεση των εχθρών του, να τον τρώει η ίδια αρρώστια με εκείνους, παρόλο που φωνάζει να την αφήσουν ήσυχη και εκείνοι τον βρίζουν και πέφτουν πάνω του, αίμα σε μικρές στήλες συστρέφεται σε τρελά σχέδια, στέκεται προσοχή και ύστερα διαλύεται σε σταγόνες που τις πίνει το τσιμέντο αφήνοντας κόκκινα σχέδια, αχόρταγη πόλη σκέφτεται, τις ρουφά η πλάκα και έτσι θα τις φτύσει αλλού, σε έναν αιώνιο κύκλο ασυδοσίας και ξοδέματος ανθρωπίνων ψυχών, θα τις ζέψει με μαστίγιο και καρότο, θα τις μάθει να κάνουν υποκλίσεις και να χαιρετάνε με τα χέρια υψωμένα, άλλωστε τί διαφορά έχει το να φιλάς χέρια από πόδια όταν η μέση έχει μάθει να λυγίζει – δεν θέλω θεραπεία, θα ζήσω έτσι όπως είμαι ψέλλισε και η γυναίκα σταμάτησε το χορό και το δωμάτιο τις περιστροφές, έμειναν μόνο οι ανάσες τους, οι τριγμοί στα ντουβάρια και το μακρινό τραγούδι της νύχτας έξω.
«Θέλω αγάπη, θέλω αυτό….» σηκώθηκε βγάζοντας το παντελόνι του.
«Αυτό δεν είναι αγάπη» αποκρίθηκε εκείνη.
«Είναι μια μικρή λύτρωση. Είναι κάτι» μπήκε μέσα της, στην καρδιά κυκλώνων και καταιγίδων, στροβοσκοπικά ταξίδια στην Αιτή, στη Τζαμάικα, στη Σομαλία , στο Σουδάν και μετά κύλησε στο δέρμα της και εκείνη με όλο το σώμα να πιέζει να την ξαναπάρει, να χύσει λίγη ακόμη από τη γραμμή του πάνω της, λες και αυτό ήταν η αποζημίωση για το λάθος του ερχομού τους σε τούτο τον κόσμο -ou bien je vois des femmes ,avec les signes du bonheur, dont, moi, jaurais pu faire de bonnes camarades, devorees tout dabord par des brutes sensibles comme des buchers.*
* Μια εποχή στην Κόλαση, Rimbaud