Ετήσιο εμβολιασμό έναντι της γρίπης για παιδιά και ενήλικες, ο οποίος θα πρέπει ιδανικά να πραγματοποιείται στα τέλη Οκτωβρίου, συστήνουν οι επιστήμονες, καθώς από πληθώρα μελετών έχει φανεί πως η μέγιστη αποτελεσματικότητα του αντιγριπικού εμβολίου παρατηρείται σύντομα μετά τον εμβολιασμό, ενώ ακολουθείται κατά μέσο όρο από μια μείωση της τάξης του 8% έως 9% κάθε μήνα, ποσοστό που μεταφράζεται σε μείωση των αντισωμάτων κατά το ένα τρίτο εντός τεσσάρων έως πέντε μηνών μετά τον εμβολιασμό.
Η μείωση αυτή μάλιστα, φαίνεται να είναι ακόμη ταχύτερη στα ηλικιωμένα άτομα, καθώς μελέτες έχουν δείξει πως στα άτομα άνω των 65 ετών καταγράφεται μία μια μείωση της αποτελεσματικότητας του εμβολίου κατά μέσο όρο 10.8% για κάθε 30 μέρες μετά τον εμβολιασμό.
Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσίευση στο έγκριτο περιοδικό Clinical Infectious Diseases μια καθυστέρηση κατά έναν ή δύο μήνες στον ετήσιο εμβολιασμό μπορεί να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα του αντιγριπικού εμβολίου κατά 10% έως 20%.
Αυτό, όπως εξηγούν οι γιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ελένη Κορμομπόκη, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) θα μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει εξεταστεί το ενδεχόμενο επαναληπτικού εμβολιασμού 3 έως 4 μήνες μετά την πρώτη δόση ή η κυκλοφορία ενός πιο ενισχυμένου αντιγριπικού εμβολίου με μεγαλύτερη διάρκεια της αντισωματικής απάντησης.
Δεδομένης της μεγάλης νοσηρότητας αλλά και του υψηλού αριθμού θανάτων από γρίπη ετησίως, τονίζουν οι ειδικοί, τα αποτελέσματα της μελέτης μπορούν να έχουν μεγάλο όφελος για τη δημόσια υγεία. Τέλος, η εμπειρία από τον αντιγριπικό εμβολιασμό μπορεί να συμβάλει στην καλύτερη κατανόηση και βελτιστοποίηση των στρατηγικών εμβολιασμού έναντι της COVID-19.
Mαρίνα Σαουλίδου