του Ανδρέα Πασσά
Μάλλον κάποιος το είχε γράψει με κόκκινο χρώμα στο μέτωπο μου ενώ κοιμόμουν.
Σηκώθηκε και έγειρε πάνω από το έπιπλο τείνοντας το χέρι του. «Κύριος Τόλης. Όχι σκέτο Τόλης! Κύριος Τόλης »
Ανασηκώθηκα και του έδωσα το δικό μου. Η παλάμη του πλατιά σαν κουπί και ιδρωμένη. Όρθιος, φάνταζε τεράστιος. Τα μάτια του γυάλιζαν και ο αέρας του ήταν φορτωμένος με κολόνια που φώναζε από μακριά πρωτεύον αρσενικό. Η χειραψία είχε διάρκεια και σχεδόν με συνέθλιψε. Όταν με άφησε, έπνιξα την παρόρμηση να τινάξω το χέρι μου για να ανακουφίσω τα δάκτυλα που πονούσαν.
«Έχεις έρθει ποτέ σαν πελάτης;»
«Ναι» ξεπήδησαν στο μυαλό μου, ένα γεμάτο στήθος που χοροπηδούσε στο ύψος της μύτης μου, αρώματα, λαγνεία και άλλα συναφή, μαζί με ένα εξωτικό όνομα από κάποια στέπα.
«Οπότε ξέρεις τι να περιμένεις. Γυναίκα έχεις; Δεν θέλω να μου έρχεσαι σαν καυλωμένος σκύλος εδώ. Δεν θα έχεις μυαλό για τίποτα και θα γίνεις πλαστελίνη στα χεράκια τους. Θα σε χορέψουν στο ταψί. Θα σου κόψουν τα κρεματζόλια και θα στα φορέσουν στο λαιμό και συ δεν θα πάρεις χαμπάρι πότε έγινε»
Έγνεψα καταφατικά δαγκώνοντας τα χείλη μου για να προλάβω την ειρωνεία που απειλούσε να κυριεύσει το χαμόγελο μου.
Έκανε πίσω στην καρέκλα και για λίγο κλείστηκε στις σκέψεις του. Μπορεί να προσπαθούσε να φανταστεί πως ήταν η γυναίκα που ξάπλωνε μαζί μου. Επέστρεψε πίσω στον κόσμο με ένα τίναγμα του κεφαλιού του. Διέκρινα μια φτηνή παράνοια στο δεξί του μάτι να στέλνει σήματα μορς σε κάποιο κέντρο αποφάσεων.
«Δεν ξέρω. Θα σου φάνε το μυαλό» έσκυψε πάνω από τα χέρια του και αναστενάζοντας μονολόγησε «Οι σκέψεις είναι σαν μουνόψειρες εδώ. Σε τρώνε όλη την ώρα»
Για τον τύπο ήμουν μια ενόχληση, μια παρεμβολή στο πρωινό του και είτε προσπαθούσε να με αφουγκραστεί, είτε να βρει τρόπο να κλείσει τα αυτιά του. Ένιωθα μόνιμα μικροσκοπικός μέσα στη γαμημένη πολυθρόνα, με τους ενδοιασμούς μου και την ανασφάλεια και εκείνον να με ζυγίζει και να με μετράει με το μέτρο του, λες και με αυτό χάραζε φυσικούς νόμους και κανόνες. Μη τρελαθούμε, σε στριπτιτζάδικο ζητούσα δουλειά, όχι σε οίκο αξιολόγησης!
« Εφτακόσια δίνω. Τρείς μέρες την εβδομάδα. Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο. Το Σάββατο τραβάει μέχρι τις 8. Το πόστο δεν έχει φιλοδώρημα. Κανένα πόστο, εκτός και αν έχεις βυζιά να κουνήσεις. Και πρέπει να προσέχεις τα κορίτσια. Να κοιτάς αν κάνουν όσους χορούς σου λένε, αν τους γλιστράνε οι πελάτες λεφτά στα εσώρουχα. Όλα περνάνε από μας, ακόμη και τα τιπς. Κατάλαβες! Όλα έρχονται στα χέρια σου. Για το μαγαζί δουλεύουν όχι για τις αφεντιές τους. Πρέπει να έχεις το νου σου για άτακτους πελάτες. Ανάβουν και χάνουν τον έλεγχο. Αν κάποια δεν θέλει δάκτυλο, τέρμα. Δικαίωμα της. Και πρέπει να τις κάνεις να πηγαίνουν στους πελάτες όταν δεν είναι στην πίστα. Κάποιες ανάβουν το ένα τσιγάρο μετά το άλλο στα σκαλιά. Καμιά δεν κάνει παραπάνω από τρία την ώρα. Κανόνας. Μπορείς να καταφέρεις τη δουλειά; Πρέπει να κερδίσεις το σεβασμό τους. Αν σε έχουν του χεριού τους, μου είσαι άχρηστος. Μπορείς να αγνοήσεις τα βυζιά τους και τα χαμογελά τους όταν στα τρίβουν και τα δυο στη μούρη; Δεν χρειάζεται να σε συμπαθούν, καμία δεν θα στο δώσει τσάμπα και στο πιάτο. Αν το κάνουν, θα είναι για να σου κλείσουν τα μάτια για καμιά κουταμάρα και αν σε τραβάνε από το πράγμα σου, το μαγαζί χάνει λεφτά και θα έχεις να κάνεις μαζί μου »
Αν δεν είχα τόση ανάγκη τα λεφτά, θα χειροκροτούσα το λόγο του.
« Δηλαδή πήρα τη δουλειά; » έκανα έκπληκτος
(συνεχίζεται)