του Ανδρέα Πασσά
«Έλα την Παρασκευή να σε δοκιμάσω. Μου αρέσει που δεν έχεις φάτσα μούργου. Αλλά δεν ξέρω αν μου κάνεις. Νωρίτερα, είδα έναν τύπο που ήταν περπατημένος, έχει δουλέψει νύχτα περισσότερο, αλλά κάτι μου έλεγε ότι έχει μεγάλες τσέπες και πεινασμένα ρουθούνια. Δεν θα τον έστελνα ούτε για τσιγάρα με τα λεφτά μου »
Πήγε στην πόρτα, την άνοιξε, έβγαλε το κεφάλι και ζήτησε να έρθει κάποιος στο γραφείο. Φώναξε αρκετές φορές, βλαστημώντας ανάμεσα σιωπηλά τον εσταυρωμένο που αναβόσβηνε στον τοίχο.
Εμφανίστηκε μια γυναίκα που έσερνε τα πόδια πίσω από το κορμί της. Είχε αδύνατο χλωμό πρόσωπο και τα μαλλιά της ήταν δεμένα σφιχτά. Έμοιαζε να την έχουν στύψει από ζωή και μόνο τα κόκκαλα να την κινούν από αυτοματισμό.
« Μόνο εσύ είσαι κάτω; »
Απάντησε κουνώντας το κεφάλι.
« Ξέρεις τί πίνω; »
« Ναι »
« Ωραία φέρε το »
Γυρνώντας στη θέση του είπε « Και δεν θέλω να σε βλέπω να πίνεις. Αν πάρω χαμπάρι ότι είσαι ζαλισμένος, έφυγες. Με κατάλαβες! » άφησε τον ογκώδη κορμό του να πέσει στην καρέκλα. Το δερμάτινο μαξιλάρι ξεφύσησε.
Έγραψε το τηλέφωνο μου σε μια ξεχαρβαλωμένη ατζέντα και έπειτα είπε ότι, αυτό ήταν μπορούσα να φύγω, να κάνω ότι στην ευχή έκανα, αλλά την Παρασκευή στις 9 ακριβώς, να είμαι εδώ.
Κατεβαίνοντας πέτυχα τη γυναίκα που ανέβαινε με ένα ποτήρι στο χέρι. Ο Κύριος Τόλης ήταν άνθρωπος του σκέτου ουίσκι.
Η γυναίκα ανταπέδωσε την προσοχή με ένα άτονο χαμόγελο. Άδεια ψυχή στα τελειώματα της, ένας από τους σκλάβους πίσω από το σκηνικό.
Ο χώρος που ήταν η πίστα, χωρίς φώτα, με τις γυμνές γυναίκες να απουσιάζουν και τη μυρωδιά του μπαγιάτικου ιδρώτα ανάκατη με χυμένο οινόπνευμα, τα κατάλοιπα τζούφιων οιστρογόνων και την πρωινή κίνηση να φτάνει στομωμένη, έδειχνε μίζερος και αδιέξοδος, όπως οι στύσεις που φούσκωναν κάθε βράδυ στα παντελόνια των θαμώνων.
Βγαίνοντας στο φως της ημέρας, είχα την εντύπωση ότι αναδύθηκα από τα σπλάχνα της γης, έχοντας υπογράψει συμβόλαιο με το διάβολο για κάτι θαμπό και ευτελές.
Τρείς μέρες μετά, στην κρεβατοκάμαρα, ξεντυνόμουν όσο πιο διακριτικά γινόταν. Το ρολόι έλεγε 9.30. Έριξα λίγο νερό στο πρόσωπο να ξεπλύνω την κάπνα και ξάπλωσα γλιστρώντας απαλά μέσα στα παπλώματα. Η Άννα ήταν κουκουλωμένη μέχρι το κεφάλι. Κύλησα δίπλα της για να κλέψω λίγη ζεστασιά.
Το κορμί της είχε την ελαστικότητα βράχου. Ένα ζωντανό όπλο έτοιμο να χτυπήσει, στα όρια της υστερίας.
« Κάνε πέρα βρωμάς μουνί » πήγε στην άκρη του κρεβατιού αφήνοντάς ένα τεράστιο κενό ανάμεσα μας. Γύρισα ανάσκελα με τα μάτια ορθάνοιχτα και την υπερένταση να ξεχειλίζει από τους πόρους μου. Ήξερα πολύ καλά που θα πήγαινε το πράγμα αν τσιμπούσα.
Στηρίχθηκε στον αγκώνα και με κάρφωσε με την τρέλα της αϋπνίας στα μάτια της. Κάθε ίχνος γοητείας είχε πάει περίπατο στο ίδρυμα.
«Έμεινες ξύπνια όλο το βράδυ; » προσπάθησα να τη χαϊδέψω αλλά μου έσπρωξε το χέρι.
« Δυσκολευόμουν να κοιμηθώ ξέροντας ότι ο φίλος μου είναι ανάμεσα σε γυμνές » είπε και η χολή μύριζε θειάφι στο στόμα της.
(συνεχίζεται)