By Emily Yerolastiti / fb: Milo Yerol
Να ‘μαστε πάλι μαζί για την καθιερωμένη βουτιά στον κινηματογράφο του τρόμου! Είπα να ξεκινήσουμε με τον Brandon αυτή τη φορά. Πρέπει κάποια στιγμή να μιλήσουμε για τον Brandon. Τον Cronenberg, τον Brandon, λέω, τον γνωστό.
Οπότε έχουμε ένα νεαρό Καναδό άντρα, τον γιο του θρυλικού “master of body horror” David Cronenberg, να κάνει τις δικές του κινήσεις στη βιομηχανία του τρόμου, να εξηγεί ότι προσπαθεί να μην σκέφτεται την καριέρα του πατέρα του ή να επηρεάζεται από αυτήν, και είναι απολύτως ανθρώπινο και λογικό όλο αυτό. Ούτε εγώ θα ήθελα να ζω στην σκιά κάποιου συγγενή ή να με συγκρίνουν διαρκώς με εκείνον. Βέβαια, οκ, δε βοηθάει που κι ο Brandon με το ίδιο σχεδόν υποείδος τρόμου ασχολείται… αλλά εντάξει, ας κρίνουμε την πορεία του σαν να μην μεγάλωσε στο ίδιο σπίτι με τον άνθρωπο που μας χάρισε τα Videodrome (1983), Scanners (1981), The Fly (1986), The Brood (1979), Rabid (1977), Shivers (1975) και πάει λέγοντας…
Και βγάζει, που λες, το Antiviral (2012) και ήταν τόσο, μα τόσο, δυνατή η ιδέα της ιστορίας αυτής, που κατενθουσιάστηκα! Οκ, δεν υπήρχε κάτι διακριτικό στην πλοκή ή κάτι που να υποβόσκει στο συγκεκριμένο σενάριο, να πρέπει να πέσεις σε βαθιά περισυλλογή μετά βρε παιδί μου. Ο τύπος μπήκε κατευθείαν στο ζουμί με μια σούπερ δυνατή αηδιαστική ιδέα δυστοπικού μέλλοντος! Πάρα πολύ το χάρηκα και θυμάμαι να σχολιάζω έντονα και τα χρώματα του. Τόσο άσπρο και κόκκινο, τόσο γυμνό το φόντο, τόσο λεπτές οι γραμμές… δεν είμαι ειδικός στη φωτογραφία, ούτε και σε τίποτα άλλο να λέμε την αλήθεια, αλλά ως οπαδός του είδους, πολύ ενθουσιάστηκα!
Και συνεχίζει με το Possessor το 2020, και λέω γουάαααου, πάλι ξέφυγε με την ιδέα και πάλι έπαιζε με χρώματα και λήψεις σε όλη τη διάρκεια της ταινίας. Τόσο πολύ έπαιζε μ’ αυτά όμως, που φίλοι του είδους (και δικοί μου στο διαδίκτυο), άρχιζαν να μου στέλνουν αρνητικά σχόλια για την ταινία. Εγώ την υπερασπίστηκα για τον στυλιζαρισμένο της τρόμο, και το ύφος, και την ακραία και πάλι ιδέα, και – εννοείται- το σούπερ καστ της για μια ακόμη φορά (Andrea Riseborough, Jennifer Jason Leigh, Christopher Abbott)! Παρεμπιπτόντως, τι καστ είναι αυτά που μαζεύει; Έχει φτάσει σε επίπεδο Robert Eggers… Και ναι, το είχα υπερασπιστεί για τους παραπάνω λόγους αλλά και για έναν ακόμη: για ένα trope που δεν τολμάνε πολλοί να χρησιμοποιήσουν σε ταινίες που πάνε για ανοικτή-ευρεία κυκλοφορία, μα δεν θα το αναφέρω λόγω spoiler. Αλλά εντάξει, καταλάβαινα ότι έκανε κοιλιά το έργο σε κάποια φάση και η κιτρινοπράσινη παλέτα χρωμάτων που μουντζούρωνε δεξιά και αριστερά προκαλούσε μια ελαφριά «αναγούλα» (δυστυχώς όχι με την έννοια της δυσφορίας του “outsider” Rent-A-Pal (2020)), ενώ δεν είχε αρκετά εξισορροπητικά χαρακτηριστικά ο κεντρικός χαρακτήρας ώστε να την υποστηρίξεις παρά τα τρωτά της σημεία και, παράλληλα, ένα ολόκληρο κομμάτι της ιστορίας ξέφυγε από αυτό που ενδιέφερε τον θεατή… Οκ, και πάλι όμως, ήταν αντικειμενικά μια πολύ αξιόλογη σκηνοθετική δουλειά (και concept) και από εκεί και πέρα ήταν θέμα γούστου.
Αλλά ρε παιδί μου, βγάζεις το πολυαναμενόμενο Infinity Pool (2023) και θέλω να γράψω δύο λόγια αλλά, ξέρεις ποιο είναι το πρόβλημα; Ότι μπορώ να κοπιάρω ακριβώς την προηγούμενη παράγραφο (ακόμα και για το μη-συμβατικό trope) και να εννοώ το Infinity Pool κι όχι το Possessor!… Και πάλι, εγώ καλά πέρασα, η ιδέα ήταν για μια ακόμη φορά πολύ ενδιαφέρουσα, και θα το αφήσω πάνω σας. Το καστ, να πω, ήταν και πάλι κορυφαία ονόματα: η μούσα του Ty West, Mia Goth και ο Alexander Skarsgard, και η εκδοχή του έργου που κυκλοφορεί (όπου κυκλοφορεί) είναι αυτή που κόπηκε για να γλυτώσει το “R Rating”, γιατί οκ… γίνεται λίγο ένα σέξι-σέξι πανηγύρι… οπότε, ετοιμαστείτε για μπερδεψουά συσχετίσεις (για τις οποίες κατηγορήθηκε και το Barbarian (2023)), ψυχεδελικές λήψεις, και απολαύστε υπεύθυνα και τα ξαναλέμε!