του Ανδρέα Πασσά
«Μωρό μου, είναι μόνο μια δουλειά που την έχουμε ανάγκη. Και που την πήρα! Σκέψου, επιτέλους μπορούμε να φτιάξουμε το ρημάδι το μπάνιο και το αμάξι σου».
«Σιγά που θα την άφηνες!»
«Ωχ είμαι κουρασμένος και θέλω να κοιμηθώ», της γύρισα την πλάτη κάνοντας κάθε λάθος που περίμενε από εμένα.
Μου έριξε μια δυνατή σφαλιάρα στο δεξί αυτί και πριν προλάβω να πονέσω είχε σηκωθεί κλαίγοντας και φύγει ξυπόλητη για το καθιστικό. Άκουγα το κλάμα και τα ρουθουνίσματά της ενώ το αυτί μου πονούσε και η ανοχή μου έβραζε.
«Ωραία να πάω να γαμηθώ και εγώ να φέρω χρήματα. Πως βρίσκεις την ιδέα μου;», ήρθε στην πόρτα.
«Άσε με να κοιμηθώ, σε παρακαλώ!»
«Απάντησέ μου!», τσίριξε.
«Σταμάτα! Δεν είμαστε μόνοι στην πολυκατοικία… Και δεν πρόκειται να γαμήσω κάποια γιατί δεν το θέλω!»
«Μπορεί να το θέλουν εκείνες»
«Σιγά το κελεπούρι». γέλασα.
Πήγα κοντά της. Εκείνη μαζεύτηκε πάνω στο κούφωμα. Την έπιασα και την κάθισα στο κρεβάτι, ψιθυρίζοντας όλα εκείνα που ήξερα ότι θα πιάσουν. Πήρα το χέρι της στο δικό μου και την ανάγκασα να ξαπλώσει και να βάλει το κεφάλι στο στήθος μου. Το σώμα της χαλάρωσε και σε λίγο κοιμόμασταν μπλεγμένοι.
Στη δουλειά άντεξα πέντε μήνες. Η Άννα έφυγε στους δύο. Παρά τις προσπάθειές μου να την πείσω ότι δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας, στο τέλος δεν κατάφερα να κρατήσω τις μουνόψειρες μακριά.