του Ανδρέα Πασσά
Η μουσική σε τούτο το σούπερ μάρκετ δεν είναι φτιαγμένη για να σε συντροφεύει καθώς γεμίζεις το καρότσι σου με αγαθά. Αν της δώσεις λίγο παραπάνω προσοχή, θα σου γεννηθεί η ξαφνική παρόρμηση να στουπώσεις το στόμα σου με απορρυπαντικό.
Εδώ τα ηχεία ξερνάνε βαρβάτο, αιμοβόρικο death metal της Τάμπα, Καλιφόρνια. Από τις πρώτες νότες, ξέρεις ότι η ζωή σου είναι για πέταμα. Σέρνεις ανάλαφρος από τα χερούλια τον καρκίνο, σφυρίζοντας μαζί με τις κιθάρες τη μελωδία του ολέθρου σου.
Περιμένω κάμποση ώρα στα κρέατα να εμφανιστεί ο χασάπης. Δεν έχω δει υπαλλήλους μέχρι τώρα. Μόνο μερικούς καταναλωτές που μοιάζουν με υπνοβάτες. Η ηλεκτρονική ταμπέλα με τους αριθμούς προτεραιότητας αναβοσβήνει σε ένα πεσμένο οκτώ. Χτυπάω το τζάμι. Τα κουνέλια ταράζονται. Είναι γδαρμένα και τους λείπει το κεφάλι. Το ίδιο μια γαλοπούλα στην άλλη άκρη που κάνει βαρελάκια τινάζοντας τα κολοβά πόδια.
« Το κρέας είναι περίεργα ζωντανό για τα γούστα μου » λέω σε έναν κύριο που έρχεται προς το χασάπικο την ώρα που κάνω μεταβολή για να φύγω.
Ανασηκώνει αδιάφορα τους ώμους. « Τα δόντια μου τα βγάζουν πέρα με οτιδήποτε » μοστράρει τη λευκή οδοντοστοιχία του περήφανος. « Έχω πληρώσει ένα σκασμό λεφτά για αυτά » δαγκώνει τον αέρα.
« Ναι, αλλά είναι τα μικρά κόκαλα που σε πνίγουν » του χαμογελάω.
Στα γαλακτοκομικά, μια γυναίκα με σταματά πιάνοντας με από τον καρπό. Το πρόσωπο της αόριστα οικείο. Μια ανέκφραστη νεκρική μάσκα που της προσθέτει έναν έξτρα τόνο ψόφου το φως του ψυγείου.
« Γεια σου » σφίγγει τα δάκτυλα της πάνω μου.
« Γεια. Περίεργη ατμόσφαιρα επικρατεί εδώ ε; » κάνω ελευθερώνοντας το χέρι μου .
« Γκρίζαρες » παρατηρεί.
Ασυναίσθητα ψάχνω το είδωλο μου στις επιφάνειες. Μάλλον με περνάει για κάποιον άλλον. Ίσως είναι μια δασκάλα που νομίζει ότι συνάντησε έναν παλιό μαθητή της. Μοιάζει με τέτοια. Έχει μια δασκαλίστικη αυστηρότητα, έναν αέρα εξουσίας που τον φοράει σαν εσάρπα στους ώμους.
« Δεν βλέπω κανέναν υπάλληλο. Ακόμη και τα ταμεία είναι άδεια » δείχνω με το πηγούνι για να ξεφύγω από την ερευνητική ματιά της που με διατρέχει από την κορυφή μέχρι τα νύχια.
« Δεν έχει σημασία. Όλα είναι αυτοματοποιημένα εδώ » κοιτάει γύρω ενώ προσθέτει κάπως θλιμμένα « Άσχημο μέρος. Δυστυχώς δεν έχω πολλές επιλογές »
Είναι μια μελαγχολία στο ηχόχρωμα της φωνής της που με κάνει να σκέφτομαι βροχερές χειμωνιάτικες Κυριακές στο παιδικό μου δωμάτιο. Τη μυρωδιά της μοκέτας και του καουτσούκ της φιγούρας του He-Man. Τον αδερφό μου με τα αυτοκινητάκια του να προκαλεί μετωπικές συγκρούσεις και να κάνει θορύβους με το στόμα. Μια μακρινή θαλπωρή. Ασφάλεια. Τη σιγουριά ότι το κακό συμβαίνει πάντα σε άλλους. Εκείνο το γαμημένο ψέμα.
Η μουσική με προσγειώνει. Ένα σφυροκόπημα των ντραμς και η λαρυγγική φωνή του τραγουδιστή. Death awaits you, to escape is to die.
« Χάθηκες στις σκέψεις σου. Προσπάθησε να μείνεις εδώ. Είναι σημαντικό να καταλάβεις ότι δεν υπάρχει επιστροφή μετά το ταμείο »
« Δεν βγάζω κανένα νόημα καλή μου. Τα έχεις μπερδέψει νομίζω »
« Μείνε στην επιφάνεια. Χάζεψε τα ράφια, τις ετικέτες » φτιάχνει το γιακά του πουκαμίσου μου και όταν την βλέπω να σαλιώνει το δείκτη και να πλησιάζει τα φρύδια, κάνω απότομα πίσω αηδιασμένος.
« Μην το διανοηθείς » τη μαλώνω
Κανονικά θα έπρεπε να τη σκυλοβρίσω και να προχωρήσω. Είναι το γαμημένο απροσδιόριστο χιλιοστό οικειότητας και το ότι αισθάνομαι μια κυκλωτική μορφή εγκατάλειψης , σαν να αδειάζει ένα νησί από τους καλοκαιρινούς επισκέπτες. Τίποτα από όλα αυτά δεν μου αρέσει. Γελάει και όταν τη ρωτάω γιατί, απαντά πάλι με γέλιο. Μελωδικό και φάλτσο. Κρύβει το στόμα με τη παλάμη. Κακό σημάδι.
« Κοίτα! » δείχνω τους ζελέδες στο ψυγείο. Έχουν κάτι σαν έμβρυο μέσα. Η ετικέτα είναι λευκή, σημειωμένη με το σήμα του αρσενικού φύλλου. Άλλες συσκευασίες έχουν το θηλυκό. « Μα τι μέρος είναι αυτό; Δεν μπορεί να τους έδωσε άδεια το υγειονομικό! »
« Ω, νομίζω ότι η νέα διοίκηση είναι λίγο μουρλή. Νεοφουτουριστές. Το μότο τους είναι Ο Κόσμος μέσα από τη Μηχανή του Κιμά. Αντιδραστικοί και οξύθυμοι. Στριμμένοι τύποι. Ευτυχώς η σφαίρα επιρροής τους τελειώνει εδώ »
Αφήνω με φανερή απέχθεια το ζελέ πίσω στο ράφι. « Δεν θα ψωνίσω τίποτα, νομίζω. Γεια σου, λοιπόν »
Τρελή κυρία.
« Στάσου » μπαίνει μπροστά. « Ακολούθησε με. Δεν θα σε αφήσω να περάσεις από το ταμείο ».
(συνεχίζεται…)