«Την έπαιρνα στο χωράφι, στις ρίζες μιας ελιάς και φώναζε τόσο δυνατά που αλυχτούσαν τα σκυλιά της περιοχής ξαναμμένα. Τρέλα σου λέω. Χυμώδης, με κάτι βυζιά να!» άνοιξε τις παλάμες όσο πήγαιναν. «Και το δέρμα της…
Ω το δέρμα της!…. Τότε είχα αντοχή και όρεξη για σκανδαλιές», γέλασε χτυπώντας τα χέρια στην οροφή. «Άσχημο πράγμα τα γεράματα. Ακόμα πιο άσχημο να μην μπορείς να αποσυρθείς κάπου ήσυχα και να πρέπει να κάνεις την ίδια δουλειά, ενώ το σώμα σου παραπονιέται και η μνήμη παθαίνει διαλείψεις… Δεν μιλάς πολύ ε;.. Φαντάζομαι γι’ αυτό είσαι εδώ. Σου αρέσει να είσαι μόνος και να ακούς τις σκέψεις σου, το αίμα στο κεφάλι και τις προτροπές του. Βοηθάει το σκηνικό, η ερημιά, η νύχτα…». Ευτυχώς πάνω που είχα μπουχτίσει από τη διεστραμμένη φλυαρία και το χνότο του, η σκανδάλη της αντλίας έκλεισε δείχνοντας ότι είχε γεμίσει. «62 ευρώ» τσέκαρα το καντράν πίσω μου. «Ω!» έβαλε τα χέρια στη μέση, κλωτσώντας θεατρινίστικα το τάσι της ρόδας. «Μη μου πεις τώρα ότι δεν έχεις λεφτά να πληρώσεις», ετοιμάστηκα να φορτώσω. «Όχι, έχω μην σκοτίζεσαι. Μόνο που είναι στη βαλίτσα με τα ρούχα στο πορτ-μπαγκάζ. Σκέφτηκα να τα κρύψω, γιατί εδώ σε αυτές τις ερημιές δεν ξέρεις ποτέ τι θα σου ξημερώσει. Ο γέρος είναι εύκολη λεία». Με προσπέρασε σβέλτα και πήγε να ανοίξει την πόρτα. «Έλα να τελειώνουμε», τα νύχια του έκλεισαν δυνατά γύρω από τον ώμο μου, μπαίνοντας μέσα στην σάρκα. Το τράβηγμά του είχε αφύσικη δύναμη. Μέχρι να συνειδητοποιήσω τι γινόταν, είχα βρεθεί διπλωμένος, με τα χέρια στο αμάξωμα, να αντιστέκομαι ενώ με πίεζε μέσα. «Εδώ, μόνος με τις σκέψεις σου, να μεγαλώνουν και να κοχλάζουν στο κεφάλι σου!», έσκυψε δίπλα στο αυτί μου. «Μην παλεύεις, απλά το κάνεις πιο διασκεδαστικό για μένα». Κάτι είχε αρχίσει να λαμπυρίζει στο εσωτερικό. Η θέρμη μιας φωτιάς έγλειφε το πρόσωπό μου, ενώ το πάτωμα που έκρυβε τη ρεζέρβα άνοιγε αργά, για να αποκαλύψει ένα φλεγόμενο βάραθρο. «Νόμιζες ότι θα μου ξεφύγεις ε; Σε είχα σταμπάρει από την πρώτη φορά. Προτού μπεις μέσα της με το ζόρι, πριν ακόμη της σπάσεις το λαιμό, σε είχα δει, ήξερα τις επιθυμίες σου και είχα περάσει το όνομά σου στα κιτάπια μου, Ιούλιε! «Μα τι λες! Ποιός Ιούλιος. Αυτός είναι ο άλλος, δούλευε το μεσημέρι» κατάφερα να αρθρώσω, σχεδόν μισός μέσα, με την καταδίκη να χάσκει από κάτω και ένα δαιμόνιο να μου γνέφει να αφεθώ στη φροντίδα του. Η λαβή του χαλάρωσε, η κόλαση άρχισε να μαζεύεται πίσω και να κλείνει τις πύλες της. «Δεν είσαι ο Ιούλιος;», με έστησε όρθιο, τακτοποιώντας τα ρούχα μου. Τρέμοντας και με μεγάλο αγώνα να μη βάλω τα κλάματα, έβγαλα το πορτοφόλι και του έδειξα την ταυτότητα. «Κάνεις λάθος. Κοίτα, κοίτα!» την κόλλησα στο καλό του μάτι. «Παρεξήγηση», χτύπησε το κούτελό του. «Συγχώρεσε με, καταραμένα γεράματα βλέπεις! Τα θαλάσσωσα πάλι. Περίμενε!», έπιασε να ξεφυλλίζει μια ατζέντα που εμφάνισε μέσα από το σακάκι του. «14 του μήνα; Όχι. 15 αποκλείεται, ούτε 16. Εδώ είμαστε, 17! Άκου, μην είσαι βράδυ τότε, βρες μια δικαιολογία αν πρέπει να δουλέψεις, θέλω να είναι εδώ αυτός. Σύμφωνοι; Και το στόμα σου κλειστό, ειδάλλως θα σε τσακίσω μέχρι να γίνουν τα κόκαλα σου πούδρα. «Ναι, ναι, να είσαι σίγουρος. Τάφος. Και δεν θα είμαι εδώ». Έκανε να μπει μέσα στο αμάξι. «Ά ξέχασα» γύρισε ανεμίζοντας κάτι χαρτονομίσματα. «70. Δε θέλω ρέστα. Για την τρομάρα που πήρες. 17 συνεννοηθήκαμε!». Βγήκε από τον διάδρομο, με το χέρι έξω από το παράθυρο να μου το κουνάει σαν δυο καλά φιλαράκια και κάνοντας ένα Ο.Κ. με το δάκτυλο επιτάχυνε το αμάξι, σέρνοντας πυκνό σκοτάδι από πίσω του, που έπνιγε τα φώτα του δρόμου από όπου περνούσε μέχρι που έγινε ένα με το μαύρο στο βάθος του ορίζοντα. Το πρωί με το που ήρθε το αφεντικό παραιτήθηκα. Ισχυρίστηκα ότι δεν άντεχα άλλο, η έλλειψη ύπνου και τα χιλιόμετρα για να πάω εκεί καθημερινά με είχαν καταβάλει, είπα. Όσο για τα λεφτά, είχα πάρει απόφαση ότι αν θα έφτανε η στιγμή της γέννας και δεν είχα βολευτεί κάπου αλλού, θα ζητούσα από τον πατέρα μου. Τουλάχιστον αυτός είναι ένας διάβολος, που μπορώ να κάνω καλά.
Ανδρέας Πασσάς