του Ανδρέα Αναγνωστόπουλου
Ένα ελληνιστικό γυμναστήριο έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη στην περιοχή Ουάτφα της Αιγύπτου, εκεί όπου κάποτε υπήρχε αρχαίο χωριό, που ίδρυσε ο Πτολεμαίος ο Β΄ το 300 π.χ.
Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, στο ελληνιστικό γυμναστήριο οι νέοι της Αιγύπτου στην περιοχή κοντά στην όαση της σημερινής πόλης Φαγιούμ, εκπαιδεύονταν στον αθλητισμό, την ελληνική λογοτεχνία και τη φιλοσοφία. Η εν λόγω ανακάλυψη ήρθε στο φως από Γερμανούς και Αιγύπτιους αρχαιολόγους με επικεφαλής την Κορνέλια Ρόμερ. Εξάλλου, σύμφωνα με τον επικεφαλής της αιγυπτιακής ομάδας των ανασκαφών Άιμαν Ασμάουι, το στάδιο-γυμναστήριο περιελάμβανε στο κεντρικό του κτίριο ένα χώρο υποδοχής, που κάποτε ήταν κοσμημένος με αγάλματα, ένα μεγάλο χώρο συνεδριάσεων και συναντήσεων και έναν αύλειο χώρο. Υπήρχε επίσης και ο χώρος για την κούρσα των αθλητών, ένας διάδρομος μήκους 200 μέτρων, ενώ ο χώρος περιβάλλονταν από κήπους, χώρος ιδανικός για την εκμάθηση των νέων, όπως γράφει στο σχετικό της ρεπορτάζ η αγγλόφωνη έκδοση της «Αλ Αχράμ». Το γυμναστήριο είχε κατασκευαστεί από εύπορους κατοίκους της περιοχής, που ήθελαν να δώσουν στους νέους της ανώτερης τάξης της εποχής μία καθαρά ελληνική εκπαίδευση, μέσω της οποίας να αθλούνται, να γράφουν και να διαβάζουν ελληνικά και να διδάσκονται τις μεγάλες φιλοσοφικές ελληνικές ιδέες. Η αιγυπτιακή εφημερίδα επισημαίνει ότι τέτοιοι χώροι εκπαίδευσης των νέων υπήρχαν σε όλες τις μεγάλες πόλεις του ελληνιστικού κόσμου, αναφέροντας ενδεικτικά την Αθήνα και τη Μίλητο στη Μικρά Ασία. Και μέσω αυτής της μεγάλης ανακάλυψης, η επικεφαλής αρχαιολόγος κ. Ρόμερ αναδεικνύει το γεγονός της μεγάλης επίδρασης του ελληνικού πολιτισμού στην Αίγυπτο, όχι μόνο στην Αλεξάνδρεια, όπως είναι ευρέως γνωστό, αλλά και στην περιφέρεια-επαρχία της χώρας, κατά την εποχή που ο Μέγας Αλέξανδρος μετέτρεψε την Αίγυπτο σε ένα κομμάτι του ελληνιστικού κόσμου, δημιουργώντας ελληνικές πόλεις με ναούς, δημόσια λουτρά και άλλα κτίρια.
Το ευρωπαϊκό βραβείο της καλύτερης τοποθεσίας για κινηματογράφηση από το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Επιτροπής Κινηματογράφου (EuFCN) απέσπασε η πόλη Γκέρλιτς. Το Γκέρλιτς, μια πόλη 56.000 κατοίκων, η οποία είναι μοιρασμένη μεταξύ Γερμανίας και Πολωνίας (όπου ονομάζεται Ζγκόρτζελετς), είναι διάσημο για τα περισσότερα από 3.500 ιστορικά μνημεία του, από την Αναγέννηση μέχρι και την Αρ Νουβό. Έχει αποκτήσει το προσωνύμιο… «Γκέρλιγουντ», καθώς αποτελεί δημοφιλές σκηνικό για κινηματογραφικές ταινίες ήδη από τη δεκαετία του 1950. Υποψήφιες για το φετινό βραβείο ήταν άλλες 10 τοποθεσίες, όπως περιοχές στην Ισπανία και στην Κροατία όπου γυρίστηκαν επεισόδια του Game of Thrones. Στο Γκέρλιτς έχουν γυριστεί μεταξύ άλλων η βραβευμένη με Όσκαρ ταινία του Γουές ‘Αντερσον «Grand Budapest Hotel», με το εμπορικό κέντρο της πόλης να δανείζει στο ξενοδοχείο της ταινίας το εντυπωσιακό εσωτερικό του, οι «’Αδωξοι Μπάσταρδη» του Κουέντιν Ταραντίνο, η «Κλέφτρα των Βιβλίων» του Μπράιαν Πέρσιφαλ και οι «Μνημείων ‘Ανδρες» του Τζορτζ Κλούνι.
Σημειώνεται πως το Γκέρλιτς είναι γνωστό στην Ελλάδα λόγω της ιστορίας των 7.000 στρατιωτών και αξιωματικών του Δ’ Σώματος Στρατού, οι οποίοι μεταφέρθηκαν υπό δραματικές συνθήκες το 1916 στην περιοχή, όπου παρέμειναν επί δυόμισι χρόνια ως «αιχμάλωτοι φιλοξενούμενοι» των Γερμανών.
Το μουσείο του “Λούβρου στο Αμπού Ντάμπι” εγκαινιάστηκε στο αραβικό εμιράτο, μεταφέροντας το γαλλικό σύμβολο στην Ανατολή με το μήνυμα της «ανεκτικότητας» σε μια περίοδο ιδιαίτερα βίαιη.
Δέκα χρόνια μετά την έναρξη του έργου, το πρώτο παγκόσμιο μουσείο στον αραβικό κόσμο, θα εγκαινιάστηκε παρουσία του προέδρου της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν και του ισχυρού άνδρα των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, Μοχάμεντ μπεν Ζάγεντ, και θα άνοιξε τις πύλες του στο κοινό με συναυλίες και χορευτικά θεάματα από καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο. Ο Γάλλος αρχιτέκτονας Ζαν Νουβέλ που σχεδίασε την «πόλη-μουσείο», εμπνεύστηκε από τις παλιές αραβικές συνοικίες για να κατασκευάσει στο νησί Σααντιγιάτ αυτόν τον χώρο που περιλαμβάνει 55 λευκά κτίρια. Το έργο είναι το αποτέλεσμα μιας διακυβερνητικής συμφωνίας που υπογράφηκε το 2007 από το Παρίσι και το Αμπού Ντάμπι. Η μόνιμη συλλογή του μουσείου των Εμιράτων θα αριθμεί 600 έργα, από τα οποία περισσότερα από 200 θα εκτίθενται ήδη την ημέρα των εγκαινίων. Μόλις το 5% του συνόλου του μουσείου, που έχει 23 μόνιμες γκαλερί, θα αφιερωθούν στη μοντέρνα και σύγχρονη τέχνη. Στόχος του μουσείου είναι να αντανακλά την ανταλλαγή πολιτισμών μέσα από έργα τέχνης από την Προϊστορία έως τις μέρες μας. Ανάμεσα στα έργα που θα εκτίθενται μαζί είναι ένα Κοράνι του 6ου αιώνα, μια Βίβλος στη γοτθική γλώσσα και μια Πεντάτευχος, καθώς και βουδιστικά και ταοϊστικά κείμενα.