του μαθηματικού – συγγραφέα
Ευαγγέλου Σπανδάγου
Οι Γραμματιστές για να κάνουν πιο εύκολη την απομνημόνευση του αλφαβήτου από τους μικρούς μαθητές, τους το παρουσίαζαν ή με ομοιώματα γραμμάτων σμιλευμένα από ξύλο ή με στίχους.
Το πλήρες Ελληνικό αλφάβητο των 24 γραμμάτων θεσπίστηκε επίσημα στας Αθήνας το 403 π.Χ.
Την αριθμητική τη δίδασκε ο γραμματικός που μάθαινε τους μαθητές να χρησιμοποιούν τα δάκτυλα ή μικρές πέτρες ή μικρά ξύλα. Στην περίπτωση μεγάλων λογαριασμών χρησιμοποιούσαν αριθμητική πλάκα. Οι ικανότεροι μαθητές μάθαιναν και στοιχεία γεωμετρίας.
Με μεγάλη επιμέλεια διδασκόταν η χειροτεχνία και η ιχνογραφία.
Πρωτεύουσα θέση είχαν οι διαλέξεις της “ἠθικῆς ἀγωγῆς” με κύριο αντικείμενο την αλήθεια, το ωραίο και τη δικαιοσύνη.
Τα μαθήματα στα σχολεία άρχιζαν με την ανατολή του Ηλίου και τέλειωναν λίγο πριν τη δύση. Οι μαθητές μέσα στην αίθουσα είχαν τη δυνατότητα να παρακολουθούν τα μαθήματα όρθιοι ή καθιστοί. Πίσω από τους μαθητές κάθονταν οι “παιδαγωγοί”, δηλαδή οι δούλοι – συνοδοί των παιδιών. Η δουλειά του παιδαγωγού ήταν να συνοδεύει παντού το παιδί και να του μαθαίνει καλούς τρόπους χρησιμοποιώντας, όταν ήταν ανάγκη, και την ράβδο. Οδηγούσε το πρωί το παιδί στο σχολείο και μετέφερε τα πράγματά του (πλάκες, βιβλία, μουσικά όργανα κ.ά.).
Το δικαίωμα επιβολής τιμωριών για σωφρονισμό των μαθητών είχαν τόσο οι δάσκαλοι όσο και οι παιδαγωγοί. Η τιμωρία ήταν σωματική με κύριο όργανο τη ράβδο, βάσει του αξιώματος “ὁ μὴ δαρεὶς οὐ παιδεύεται”. Οι ραβδισμοί ήταν προσεκτικοί και γίνονταν ή στις ανοικτές παλάμες ή στους γλουτούς.
Στην αίθουσα διδασκαλίας υπήρχαν καθίσματα για το δάσκαλο και τους μαθητές. Υπήρχε ακόμα κι ένας μεγάλος πίνακας, το “γραμματεῖον”, αλειμμένος με μαλακό κερί για να χαράσσονται γράμματα και σχήματα. Για να γράψουν στον πίνακα χρησιμοποιούσαν τον “στύλο” (ή “γραφεῖον”), ένα μεταλικό αντικείμενο με αιχμηρό το ένα άκρο και πλατύ το άλλο. Με το αιχμηρό άκρο χάρασσαν και με το πλατύ απάλειφαν.
Οι μαθητές έγραφαν με ένα είδος κιμωλίας στις “πλάκες” τους, πού ήταν μικρές μαύρες επιφάνειες. Έγραφαν ακόμα στην “βύβλο” με ένα είδος πέννας που βύθιζαν σε μαύρο υγρό, την “μελάνη”. Η βύβλος ήταν φύλλο παπύρου ή περγαμηνής. Την μελάνη τη διατηρούσαν σ’ ένα δοχείο, το “μελανοδόχον”.
(συνεχίζεται…)