του Θοδωρή Καραβά
Μισίμα εσύ πού έχεις φτάσει τόσο ψηλά και τα έργα σου έχουν απέραντη τρυφερότητα, ομορφιά, αρμονία και βαθιά ανθρωπιά, και διαβάζονται σε Ανατολή και Δύση, γράψε τώρα ένα μυθιστόρημα για τα μαργαριτάρια της Ελλάδας.
Επιπλέον δεν είμαι ο Σίντζι και δε με ερωτεύτηκε παθιασμένα η πλούσια Χατσούε, η όμορφη ανιψιά του προύχοντα, ούτε η Ερμιόνη είναι ψαροχώρι σαν την Ούτα Ζίμα, η Ερμιόνη είναι μια κωμόπολη λουσμένη στο φως.»
«Το ξέρω Σταμάτη, έχω έρθει πιτσιρίκος στη κλασσική γη σου και είδα τις γαλάζιες θάλασσες και την ανοιξιάτικη φωτοπλημμύρα που λέγεται Ερμιονίδα.», του απάντησε ο Μισίμα.
«Τότε, λοιπόν Κύριοι στο επανιδείν, ο Έλληνας φίλος σας χαιρετά, στο σκάφος του πάει που είναι αραγμένο στην Όστια, εδώ λίγα χιλιόμετρα απ΄τη Ρώμη. Αύριο το πρωί πρέπει να είμαι στην Ερμιόνη. Γεια σας.»