του Ανδρέα Πασσά
« Δεν βγάζω κανένα νόημα καλή μου. Τα έχεις μπερδέψει νομίζω »
« Μείνε στην επιφάνεια. Χάζεψε τα ράφια, τις ετικέτες » φτιάχνει το γιακά του πουκαμίσου μου και όταν την βλέπω να σαλιώνει το δείκτη και να πλησιάζει τα φρύδια, κάνω απότομα πίσω αηδιασμένος.
« Μην το διανοηθείς » τη μαλώνω
Κανονικά θα έπρεπε να τη σκυλοβρίσω και να προχωρήσω. Είναι το γαμημένο απροσδιόριστο χιλιοστό οικειότητας και το ότι αισθάνομαι μια κυκλωτική μορφή εγκατάλειψης , σαν να αδειάζει ένα νησί από τους καλοκαιρινούς επισκέπτες. Τίποτα από όλα αυτά δεν μου αρέσει. Γελάει και όταν τη ρωτάω γιατί, απαντά πάλι με γέλιο. Μελωδικό και φάλτσο. Κρύβει το στόμα με τη παλάμη. Κακό σημάδι.
« Κοίτα! » δείχνω τους ζελέδες στο ψυγείο. Έχουν κάτι σαν έμβρυο μέσα. Η ετικέτα είναι λευκή, σημειωμένη με το σήμα του αρσενικού φύλλου. Άλλες συσκευασίες έχουν το θηλυκό. « Μα τι μέρος είναι αυτό; Δεν μπορεί να τους έδωσε άδεια το υγειονομικό! »
« Ω, νομίζω ότι η νέα διοίκηση είναι λίγο μουρλή. Νεοφουτουριστές. Το μότο τους είναι Ο Κόσμος μέσα από τη Μηχανή του Κιμά. Αντιδραστικοί και οξύθυμοι. Στριμμένοι τύποι. Ευτυχώς η σφαίρα επιρροής τους τελειώνει εδώ »
Αφήνω με φανερή απέχθεια το ζελέ πίσω στο ράφι. « Δεν θα ψωνίσω τίποτα, νομίζω. Γεια σου, λοιπόν »
Τρελή κυρία.
« Στάσου » μπαίνει μπροστά. « Ακολούθησε με. Δεν θα σε αφήσω να περάσεις από το ταμείο »
« Μα δεν πήρα τίποτα »
« Δεν πρέπει σου λέω! » με αρπάζει και με σέρνει προς το διάδρομο 6 με τα ποτά και τις μπίρες. Τα πλάσματα μέσα στα μπουκάλια, μου φέρνουν αναγούλα. Στην τεκίλα συγκεκριμένα, αντικατοπτρίζεται απόλυτα ο δαίμονας μου.
« Ωραία βλέπω ότι σου κόβει ακόμα » παρατηρεί.
« Έπινα πολύ. Τώρα λιγότερο. Μετά από αυτό που είδα, ίσως καθόλου »
« Το ελπίζω » στρίβει στον κάθετο διάδρομο.
Τώρα υποτίθεται ότι είμαστε στο χώρο με τη μαναβική. Δυο άνδρες ντυμένοι στα λευκά σπάνε τους ξύλινους πάγκους και στοιβάζουν τα κομμάτια στο κέντρο. Μια γυναίκα χώνει ανάμεσα ρολά χαρτιού υγείας και πακέτα με χαρτοπετσέτες. Παντού στο πάτωμα ζαρζαβατικά και φρούτα που σπαρταράνε.
« Αυτοί ετοιμάζονται να ανάψουν φωτιά! »
« Μην σε κόφτει, θα τους περιποιηθεί η διοίκηση και δεν θα είναι ωραίο θέαμα »
Εκείνη τη στιγμή χτυπάει ο συναγερμός και καθώς τρέχουμε μακριά, παίζεται μια καταστροφή των Σοδόμων σε μικρότερη κλίμακα. Φωτιά, λάμψεις και η μυρωδιά του ιωδίου. Δεν τολμάω να γυρίσω το κεφάλι.
Διάδρομος 4. Ένας ηλικιωμένος με λίγα μαλλιά και στητό παράστημα, έχει βουτήξει το δάκτυλο στη μαρμελάδα και τη δοκιμάζει. Κουμπώνει το καπάκι και τη βάζει πάλι στο ράφι.
« Πικρή » λέει με τη γλώσσα του να μαζεύει τα υπολείμματα από τα ούλα.
« Δεν μπορείς να φτιάξεις γλυκό της προκοπής με κρίματα »
« Μάλλον. Αν και εγώ τη βρίσκω ωραία τη συγκεκριμένη »
« Δεν πιάνεσαι εσύ. Μικρή γλυκατζού! » τη τσιμπάει στο μάγουλο.
Γελάνε.
« Όλοι όσοι αξίζει να γνωρίσεις είναι σε αυτό το διάδρομο » γυρνάει σε μένα.
Σε ένα τρελό μέρος, εκείνη παίζει να είναι μια στάλα πιο τρελή. Σκύβει στο αυτί του γέρου και του ψιθυρίζει κάτι. Εκείνος, αφήνει ένα ήχο επιδοκιμασίας που έρχεται βαθιά από το στήθος του. Αν υπάρχουν μάτια που μπορούν να κάνουν υπολογισμούς, είναι τα δικά του. Σου δίνουν την εντύπωση ότι θα βγάλει από το στόμα ένα χαρτί με το αποτέλεσμα των πολύπλοκων πράξεων.
« Είναι μια πόρτα στη καφετέρια, δίπλα στο ψυγείο που τον περιμένει να περάσει » λέει.
Το πρόσωπο της γυναίκας φωτίζεται από ένα μεγάλο χαμόγελο και ότι νεκρικό υπήρχε πάνω του έχει νοθευτεί από ζωντάνια.
« Πρέπει να προσέχεις πολύ νεαρέ μου. Έχεις έναν προστάτη δίπλα σου » ρίχνει το χέρι του στον ώμο της γυναίκας « αλλά και μια μεγάλη σκιά που αγωνίζεται να σε προφτάσει και να σε πλακώσει με το σκοτάδι της. Τώρα καλή μου, πήγαινε τον στην πόρτα ».
(συνεχίζεται…)