i.
Η πρώτη μέρα της σχέσης μας.
Στο όνειρο μου έβρεχε έπιπλα. Κάποιος τα πετούσε από τους πάνω ορόφους. Έπινα καφέ και τα έβλεπα να περνούν με ταχύτητα.
Ράφια από βιβλιοθήκες, κομοδίνα, λαμπατέρ, τραπέζια και καρέκλες, κατέληγαν με ξύλινο πάταγο στο έδαφος. Ύστερα, τα σχήματα έγιναν πιο περίεργα. Ζουμερά σπλάχνα. Ένα νεφρό σκάλωσε στην κουπαστή και στη προσπάθεια μου να ανοίξω την μπαλκονόπορτα για να βγω να το σπρώξω στο κενό, έχυσα τον καυτό καφέ στην κοιλιά μου. Πετάχτηκα με το ζεμάτισμα να είναι σχεδόν αληθινό. Αν μέσα στον ύπνο μου ήξερα αυτό που διαπίστωσα στην κουζίνα, δηλαδή ότι είχα ξεχάσει να πάρω καφέ, θα έμενα στο όνειρο αδιάφορος και θα συνέχιζα να πίνω. Σχεδόν στα πρόθυρα του να σπάσω τα πιατικά και να αρχίσω τις φωνές στα πλακάκια, έβαλα νερό στο βραστήρα για να φτιάξω τσάι. « Το ξεκίνημα μιας τυπικής μέρας στο βασίλειο » κατέβασα απρόθυμα το άνοστο υγρό.
Στο τρένο, όλοι έβηχαν ή φτερνίζονταν. Άρπαξα αμέσως τη μεταδοτική αναστάτωση στους πνεύμονες. Ένας ξερός βήχας, που εξαφανίστηκε μόλις βγήκα από τις σκάλες στο γκρίζο φως της ημέρας. Στη δουλειά η ίδια μεταδοτικότητα, αλλά σε θυμό. Απλήρωτοι για μήνες. Μια μπαρουταποθήκη. Απελπισία που έχει συρρικνώσει σε κάτι μαύρο και μισερό. Ένας πολύποδας κρυμμένος στις γωνίες της οροφής που καιροφυλακτούσε με τα πλοκάμια του απλωμένα.
Στην προπόνηση το απόγευμα τον χτύπησα με όλο μου το οπλοστάσιο. Ο σάκος τραντάζονταν μα ο πολύποδας χαμογελούσε αγκιστρωμένος πάνω του. «Όσο και να βαράς ρε…» έμοιαζε να λέει.
Αργότερα σε ένα μπαρ, με τη βοήθεια μιας ξεθυμασμένης μπίρας, τον άρπαξα μέσα από τα ξανθά μαλλιά μιας κοπέλας που καθόταν δίπλα μου και βάλθηκα να τον κόβω. Σπαρταρούσε και έχυνε ρυπαρά ζουμιά μέχρι που ξεψύχησε με ένα λυγμό.
« Γάμησε με » είπα δυνατά και όλοι γύρισαν.
Όταν η μπίρα χάθηκε σε τρομερά βάθη, ανάμεσα σε έλκη και λασπωμένα μακαρόνια, ήρθε ένα ζεστό ερυθρό σκοτάδι και μια πλάτη όμοια με παλλόμενο ζωντανό έργο του Φράνσις Μπέϊκον, χλωμή με τη σπονδυλική στήλη να έλκεται στην επιφάνεια και στα πλευρά είχε μια φάλαινα με φόντο έναν πλανήτη, πιασμένη στη φυγόκεντρο της ανάσας που τροφοδοτούσε το μικρό δωμάτιο με καύσιμη ύλη και στομωμένα επιφωνήματα• και όταν η μάχη τελείωσε με μια έκρηξη που άφησε μια όμορφα ρημαγμένη γεωγραφία, κυνηγημένος πάλι από τη θύμηση του πολύποδα, αναγκάστηκα να σηκωθώ από το λαγούμι των σεντονιών και να χωθώ σε εκείνο το μεγαλύτερο και αφιλόξενο, της υγρής νύχτας.
Τώρα είσαι μόνος σου, σκέφτηκα. Κανένας περισπασμός. Έξω από τη θαλπωρή, έξω από την πλάνη. Άκαπνος, νηφάλιος και ξοδεμένος. Η συνθήκη έσπασε. Ήδη ένιωθα το νέο πολύποδα να τυλίγεται στη βάση του κρανίου μου με τα παγωμένα του πλοκάμια. Ήμουν κουρασμένος για να τον πολεμήσω. Έτσι τον άφησα να κάνει τη δουλειά του.
Ένας αρουραίος πήδησε με θράσος το παπούτσι μου και αμέσως μετά ένας άλλος πέρασε από πίσω. Σταμάτησαν δίπλα στη ρόδα ενός αμαξιού, στο γυαλιστερό υγρό που περιείχε πηγμένο αίμα και άρχισαν να το μυρίζουν με τις μουσούδες τους. Το πόδι μιας γάτας πετάχτηκε πίσω από το λάστιχο ραπίζοντας εκείνον που ήταν πιο κοντά. Απτόητοι έκαναν μια κυκλωτική κίνηση του αμαξιού και πήγαν από την άλλη. Έσκυψα να δω. Η γάτα που μόλις είχε γεννήσει, έτρωγε τα μικρά της. Απείλησε με ένα άγριο γουργουρητό και επιτέθηκε πάλι στον αρουραίο που πήγε να πλησιάσει. Στα σαγόνια της ένας γυαλιστερός σβόλος σάρκας.
Τουλάχιστον ο πολύποδας μου είχε τρόπους.
« Υπόσχομαι μια μπουκιά τη φορά » ψιθύρισε στο κεφάλι μου.
Ανδρέας Πασσάς