- Πρόλογος
Την άβυσσο μου σκαρφαλώνουν τα πάθη, φως αντηχώ.
- Ο σταθμός
Άδειος σταθμός, γεμάτα βαγόνια.
“Δεν προλαβαίνουμε” φωνάζουν.
Τι άγονο ταξίδι.
Μόλις έχασα το τρένο της επιθυμίας να φτάσω.
Τι ασάλευτη χαρά.
Αναρωτιέμαι αν έστω κάποιος στη διαδρομή είδε εκείνον το πλάτανο στο μέσον της πεδιάδας με τ’ όνομα “καρτερώ”.
Έτσι τον φώναζε ο γέρος ιδρωμένος
αφήνοντας την τσάπα στο λιοπύρι και ξαπόσταινε.
Στον επόμενο σταθμό πάνω στα βαγόνια κολλάνε τις επιγραφές “εμπόρευμα” και “ημερομηνία λήξης”.
Ανυπόμονοι επιβάτες με δανεικό εισιτήριο και κανένας τους έξω δεν κοιτά, ούτε βαθιά μέσα. Κάπου αόριστα ενδιάμεσα
πεθαίνουν πριν καν ζήσουν με το βλέμμα καρφωμένο σε φωτογραφίες της άφιξης.
Ο κόπος πάντοτε ακίνητος χλευάζει τη βιασύνη.
Στην αφετηρία έχει ένα ξύλινο παγκάκι που ξεκουράζει τις σκέψεις μου. Φαντάζομαι στο τέλος πως υπάρχει παρόμοιο.
Έχει χώρο, χωράνε κι’ άλλοι, αν θες να ξαποστάσεις.
3. Επίλογος
Πέρα στο βάθος ψηλά ένα φως.
Κρυφοκοιτάζει την πτώση μας.
Νίκος κιχεμ
3,141592653589-οιέω
(στήλη σκέψης, γραφής & ποίησης)
(Ο Υπογράφων τα παραπάνω, Κοτσαμπουγιούκης Νικόλαος – κιχεμ)
Instagram: 3.14_is_poetry