Όνειρα με ποντίκια, με μαύρα σκυλιά, με υποσιτισμένες πολικές αρκούδες που ψάχνουν σε βουνά από σκουπίδια. Από τα πλευρά τους κρέμονται σύρματα και από το πληγιασμένο στόμα τους τρέχει το αίμα κατάμαυρο.
Τρέχω να ξεφύγω και βυθίζομαι στα σκουπίδια. Μια κινούμενη άμμος από σακούλες. Η αρκούδα καλπάζει με ένα υπόκωφο γρύλισμα και σε κάθε της πάτημα, η γεωγραφία του σκουπιδότοπου αλλάζει.
Πετάγομαι ιδρωμένος. Αποσυναρμολογούμαι με το ξύπνημα. Κάθε θραύσμα έχει συνείδηση του ακρωτηριασμού του. Μια ανοιχτή πληγή στο μεγάλο κενό μεταξύ 3 και 5 πμ.
Πλησιάζουν οι γιορτές. Φωταγωγημένοι δρόμοι με ψεύτικα άστρα, λαμπιόνια θαλπωρής που κοροϊδεύουν τη μαζική ήττα, άθλια τραγούδια, υστερικά ζευγαράκια που δονούνται από επιταχυμένη χαρά χαζεύοντας κόκκινα σέξι εσώρουχα στις βιτρίνες, φαντασιώσεις που δεν θα ανταπεξέλθουν στις προσδοκίες, γιατί αναπόφευκτα έρχεται το ξημέρωμα και η φωτιά στα λαγόνια σου έχει γίνει σαν ξεθυμασμένο αναψυκτικό.
Κάτω από τις αφίσες με τις συναυλίες και τις χριστουγεννιάτικες εκδηλώσεις, η αλήθεια ροκανίζει το δρόμο προς το φως. ΒΡΣ Ω ΙΟ ΜΕΡ ΤΙΝΞ ΜΥ ΛΑ Υ. Ο ήχος του κλείστρου ή το τρίξιμο του σχοινιού. Κλείνω τα αυτιά, όμως η απειλή είναι βολεμένη στο κέντρο του κρανίου. Το αυγό έχει σκάσει. Κάτι ψόφιο σαπίζει και τα δύσοσμα ζουμιά του τρέχουν παντού. Η σήψη γεννάει μύγες που ζουζουνίζουν και ζουζουνίζουν. Μια γαμημένη τρέλα. Απέξω, όλα όμορφα, όλα λαμπερά. Μια κωλοσέλφι στο instagram. Στο εσωτερικό, κόλαση.
Στις συνεδρίες, περιφέρομαι σαν ραβδοσκόπος που ψάχνει νερό στον αχαρτογράφητο ψυχισμό του. Κύκλοι και ζιγκ ζαγκ. Πότε κάτι καθαρό με την πρώτη ματιά. Όλα έχουν πολλαπλά νοήματα. Στρώσεις κρέμας πάνω από στρώσεις μπισκότων και πουθενά η σοκολάτα. Βάζω την άκρη του ραβδιού στην παιδική ηλικία και πάλι πίσω σε κάτι αρχέγονα παγκόσμια βάθη που λένε ότι τα μοιραζόμαστε όλοι, αλλά στην τελική τα κατοικούμε μονάχοι. Με το ραβδάκι μπροστά, κατεβαίνω το ποτάμι. Στην καρδιά του σκότους. Άγρια τύμπανα και το υπνωτιστικό κούνημα της βάρκας. Ρωγμές που μοιάζουν με κρυοπαγήματα σε παγωμένα καρέ της ζωής μου. Παιδικά πάρτι, καλοκαιρινές ιδρωμένες περιπτύξεις με τις κουρτίνες ακίνητες και κάποιες ανώνυμες θηλές στα χείλη μου και γαμώτο, να μη θυμάμαι πια τη γεύση τους και να σκέφτομαι ότι κάποτε καταλάβαινα γλώσσες που δεν γνώριζα και ήξερα για μέρη που δεν είχα πάει και τώρα, ψάχνω μάταια κάθε πρωί όταν ανοίγω τα μάτια, το νόημα του να ξυπνάω και τρέχω να πιω καφέ πριν το μετανιώσω και χώσω το κεφάλι στο φούρνο.
Ξαπλωμένος στο ντιβάνι λοιπόν, αφήνω τις λέξεις να ξετυλίγονται. Εύκολες, δοκιμασμένες λέξεις. Ξεσηκώνουν μικρούς ήχους που συνοδεύονται από τη μύτη του μολυβιού καθώς σημειώνει τις λίβρες του ψυχισμού μου στο μπλοκ της. Αναρωτιέμαι για το πόρισμα που θα βγάλει. Ίσως κάτι που θα μοιάζει με Πόλοκ. «Ορίστε, έτσι δείχνεις. Στάλες, πιτσιλιές, μια βροχή από χρώματα και μετά ένας οδοστρωτήρας που πέρασε και τα έκανε σκατά . Κάποτε θα κοστίζεις ένα εκατομμύριο, αλλά για την ώρα δεν πιάνεις ούτε δέκα αναθεματισμένα ευρώ!»
Το ανεκπλήρωτο πνίγεται από τη φλυαρία της καθημερινότητας. Τα σημάδια της θεραπείας ορατά στο εκπαιδευμένο μάτι. Εκείνοι που συμπάσχουν κουνάνε το κεφάλι με νόημα. Στο μετρό, ένας άνδρας με καλωσορίζει στην αδελφότητα. Τα μάτια του μοιάζουν να ψάχνουν το χρόνο που μου απομένει. Κοιτάει στα πόδια του για να δει αν το χώμα έχει αρχίσει να τον καταπίνει. Χαμογελάει θλιμμένα. Είναι ήδη χωμένος μέχρι τα γόνατα. Δεν το βλέπει, αλλά το βλέπω εγώ και του δείχνω με το δάκτυλο ότι όλα είναι ΟΚ. Ναι, είναι εντάξει μερικές φορές να χάνεις. Δεν έγινε και τίποτα. Αρκεί να το γνωρίζεις, διαφορετικά είσαι το μεγάλο κορόιδο στο δωμάτιο και αυτοί στη γωνία γελάνε εις βάρος σου.
Τράβηξαν το χαλί των εμμονών και δεν υπάρχει τίποτα πια. Ο χημικός όλεθρος που εξαπέλυσαν για να ηττηθεί ο πολύποδας, έκαψε τα πάντα και τώρα χωρίς το δαίμονα μας, είμαστε άνθρωποι λειψοί. Μας στέρησαν τη επιθυμία να πεθάνουμε και στη θέση της έβαλαν ένα χάσμα που το αποκαλούν ψυχή και κάτι άλλο που το ονομάζουν ζωή και τα περιέφραξαν με ψηλά τείχη για να μη μπορούμε να πηδήξουμε έξω. Κάποιος χτυπάει τις μπάρες, ουρλιάζοντας μάταια. «Εδώ δεν κινδυνεύεις» τον μαλώνει ο δεσμοφύλακας. Στα αναθεματισμένα κουτάκια. Τόσες ώρες για δουλειά, τόσες ώρες για περισυλλογή, κάμποση κοινωνικοποίηση με όμοιους και μετά ύπνος. Μην αφήνεις κενά ανάμεσα. Βρες μια καλή κοπέλα, πέτα της τα μάτια και κάνε της παιδιά. Η τέλεια συνταγή αν δεν τα βρίσκεις με τον εαυτό σου. ΓΑΜΗΣΕ τη ζωή των άλλων και κάνε μια θέση πέρα για να βολευτεί ένας ακόμη στη γαλέρα.
Τρεις πράξεις; Λάθος, αυτός ο έρωτας έχει τέσσερις.
Ασυναίσθητα τραβάω το πετσάκι από τα νύχια καθώς την παρατηρώ να μιλάει. Φλυαρεί για την ακρίβεια. Πάνω από το θόρυβο των ανθρώπων, πάνω από τη μουσική. Παίζει με τις άκρες του μαλλιού ξετυλίγοντας κομμάτια της ζωής της, σαν σοκολατάκια από το περιτύλιγμα τους. Έχει μια καστανή ομορφιά και μεγάλα γαλάζια μάτια που μπορούν να κατασπαράξουν μεσσίες και βασιλιάδες με το πετάρισμα των βλεφάρων τους. Δεν είναι δικιά μου. Η προσοχή της ανήκει σε ένα γλυπτό που υποκρίνεται τον άνθρωπο, όλο συμμετρία και ενυδατική φροντίδα. Τη χαζεύω από την άλλη άκρη της μπάρας και τη γεύομαι σταθερά στο στόμα. Μια υποσχόμενη γεύση.
Με πιάνει που την κοιτάω και αυτό κάνει το παιχνίδι με τα μαλλιά της εντονότερο. Σηκώνεται για την τουαλέτα και την ακολουθώ. Το τελείωμα του στόματος της μοιάζει να έχει γίνει με μαχαίρι. Τα χείλη της τελειώνουν σε ένα αυστηρό κόψιμο.
Το σκηνικό, μια τουαλέτα στο υπόγειο κάποιου μπαρ.
Εκείνη λουσμένη σε πράσινο φως.
Με αναγεννησιακό όνομα.
Αφήνει να τρέξω τα δάκτυλά μου στην τέλεια χαρακιά που έχει για στόμα.
Δεν έχω ξαναδεί πιο όμορφη από εσένα, λέω.
Σας να σε ζωγράφισαν σε ένα χαρτί με σμίλη, δανείζομαι λίγο Μίλερ.
Φιλιόμαστε.
Ο πολύποδας της είναι ακόμα ζωντανός. Μεταδοτικός.
Για λίγο, θα κρυφτώ μέσα σου, της ψιθυρίζω.
Ανδρέας Πασσάς