της Βιργινίας Τσάδαρη
(Ειδική Παιδαγωγός)
Η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής /υπερκινητικότητα – ΔΕΠΥ, γνωστή με το διεθνή όρο «Attention Deficit Hyperactivity Disorder- ADHD», αποτελεί σήμερα τη συχνότερη νευροαναπτυξιακή διαταραχή της παιδικής ηλικίας.
Συγκεκριμένα, επηρεάζει την ικανότητα του παιδιού να φέρει εις πέρας τις απαιτήσεις της συγκεκριμένης ηλικίας, ενώ στις ήπιες μορφές της μπορεί και να υποχωρεί καθώς το παιδί μεγαλώνει- κάτι που δεν συμβαίνει, ωστόσο, με τις σοβαρότερες μορφές της. Ίσως θεωρηθεί χρήσιμη η πληροφορία, πως σήμερα, ομάδα ειδικών, εστιάζει στον επιδημικό της χαρακτήρα. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στη συχνότητα εμφάνισης της, αφού αφορά σεβαστό μέρος του παιδικού πληθυσμού και εκδηλώνεται σε όλες τις φυλές, εθνότητες και κοινωνικές τάξεις.
Αντίθετα, στους ενήλικες παρατηρούνται συννοσηρές καταστάσεις όπως διαταραχές του ελέγχου των παρορμήσεων, αγχώδεις και συναισθηματικές διαταραχές ή/και κατάχρηση ουσιών, γεγονός που αυξάνει την πολυπλοκότητα της διαταραχής και δυσχεραίνει την σαφή κλινική της εικόνα.
Τα βασικότερα χαρακτηριστικά της ΔΕΠΥ, είναι η απροσεξία, η υπερκινητικότητα και η παρορμητικότητα. Για να ακολουθήσει η διάγνωση της διαταραχής, είναι απαραίτητη η εμφάνιση και των τριών προαναφερθέντων, συμπτωμάτων.
Μερικές από τις στρατηγικές παρέμβασης και αντιμετώπισης, οι οποίες στοχεύουν να μειώσουν τα συμπτώματα των παιδιών σε ιδιαίτερους τομείς της προσοχής και της κινητικότητας, αλλά και να βελτιώσουν την αυτοεικόνα και την χαμηλή αυτοπεποίθηση τους, στο πλαίσιο της τάξης, είναι οι ακόλουθες.
-Η ενίσχυση της αυτοεκτίμησης του παιδιού
-Η χρήση πολυποίκιλου εποπτικού υλικού, το οποίο θα προσδώσει ενδιαφέρον στο μάθημα.
-Η αποσαφήνιση των οδηγιών και κανόνων
-Η απόλυτη οργάνωση και η κατασκευή και χρήση σχεδιαγραμμάτων
-Επιλογή θέσης του μαθητή μακριά από οποιοδήποτε ερέθισμα είναι ικανό να του αποσπάσει την προσοχή κατά τη διάρκεια του μαθήματος.
-Δημιουργία λόγων και παροχή δυνατοτήτων για να μπορεί ο μαθητής να κινηθεί στο πλαίσιο της τάξης.
Οι θεραπείες συμπεριφορικού χαρακτήρα από την πλευρά τους, δίνουν έμφαση σε άλλου είδους τεχνικές. Μέσω της χρήσης ενισχύσεων, επιβραβεύσεων θετικών συμπεριφορών και αποστροφής αρνητικών συμπεριφορών μέσω της αποστέρησης προνομίων, φαίνεται πως υπάρχει βελτίωση και στις ακαδημαϊκές δεξιότητες του παιδιού (American Psychological Association, 2000).
Τέλος, όπως συμβαίνει με κάθε οργανική διαταραχή, έτσι και στη ΔΕΠ-Υ, η διατροφή μπορεί να συντελέσει και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό στη διαχείρισή της.
Περιληπτικά, η διάγνωση αλλά και η αντιμετώπιση της, είναι μια δύσκολη διαδικασία, διότι τα συμπτώματα έχουν συνήθως διαφορετική ένταση αλλά και διαφορετικό τρόπο εμφάνισης από παιδί σε παιδί. Κάθε στρατηγική αντιμετώπισης, συνεπώς, χρειάζεται να εμπεριέχει ένα κεντρικό, εξατομικευμένο στόχο και να διεξάγεται σε ένα υποστηρικτικό πλαίσιο. Οι θεραπευτικές παρεμβάσεις είναι απαραίτητες για τον εμπλουτισμό της μαθησιακής διαδικασίας, αλλά και για τη μείωση του αισθήματος του στιγματισμού απέναντι στους υπόλοιπους συμμαθητές του.
Αναμφίβολα, η διάγνωση της ΔΕΠ-Υ δεν είναι εύκολη υπόθεση. Για τον λόγο αυτό, η διαδικασία, θα πρέπει να βασίζεται σε προσεκτική και συστηματική αξιολόγηση, από εξειδικευμένη διεπιστημονική ομάδα (http://www.adhdhellas.org/depy/diagnosi) σε συνεργασία πάντα με τους εκπαιδευτικούς και τους γονείς του παιδιού.
Τέλος, ας μην ξεχνάμε πως, σύμφωνα με τον Ν.3699/2008, τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ, θεωρούνται ως άτομα με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες και επομένως χρήζουν αντίστοιχης υποστηρικτικής αντιμετώπισης και φροντίδας (Εφημερίδα της Κυβέρνησης φύλλο 199, 2008).