του Περικλή Μαραβελάκη
Υπάρχουν πράγματα που όσο και να προσπαθείς δεν πρόκειται ποτέ να καταφέρεις να κάνεις: Να πετάς χωρίς φτερά ή να αναπνέεις κάτω από το νερό…
Σε αυτά τα “ποτέ” είναι και να μπορέσεις να κατηγοριοποιήσεις τη μουσική των Dead Can Dance: Dark Wave; Ναι πιθανά στις αρχές τους αλλά και λίγο ethnic μετέπειτα;. World music; Θα μπορούσε με βάση την τελευταία δουλειά τους, αλλά και αναγεννησιακές μελωδίες με βυζαντινές /ανατολικές επιρροές στην πρώτη περίοδο. Όσο πιο πολύ αναλύεται η μουσική των DCD, τόσο περισσότερο χάνεται η ουσία, οπότε απλά ας πούμε ότι οι DCD παίζουν Μουσική και ας σταματήσουμε να προσπαθούμε το ακατόρθωτο.
Αυτή λοιπόν η μουσική μυσταγωγία και ιεροτελεστία θα ερχόταν στην Ελλάδα για μία βραδιά στο Θέατρο Γης στη Θεσσαλονίκη και άλλη μία στο Ηρώδειο της Αθήνας όπου, όσον αφορά στην δεύτερη, στην οποία και ο γράφων παρευρέθηκε, ήταν sold out αρκετές ημέρες πριν, δίνοντας την ευκαιρία σε 5.000 περίπου άτομα να κάνουν το ακατόρθωτο: Να μπορέσουν να πετάξουν χωρίς φτερά και να αναπνεύσουν κάτω από το νερό με μοναδική υποστήριξη τη μαγεία των Dead Can Dance.
Η ιδέα του Ηρώδειου ήταν αρκετά ελκυστική: Οι φωτισμοί και οι χρωματισμοί που έχουν οι DCD στις ζωντανές εμφανίσεις τους, το πως θα παρουσιαστούν οπτικά στους βράχους του αρχαίου ωδείου, αλλά και η ακουστική που θα έχουν σε έναν τέτοιο χώρο ήταν ένας καλός λόγος να παρευρεθώ στην συναυλία, έχοντας περισσότερο την απορία πόσο ήχος, εικόνα και χώρος μπορούσαν να δέσουν σε μια επιβλητική βραδιά. Την εκτελεστική ποιότητα την ήξερα ήδη…
Ξεκίνησαν με τα Anywhere out of the World, Mesmerism και Labour of Love, επιβεβαιώνοντας τις φήμες ότι θα επικεντρωθούν σε παλιές δουλείες κυρίως από την πρώτη περίοδο, κάτι που συνέχιστηκε με το Avatar, In Power We Entrust the Love AdvocatedκαιBylar.
Brendan Perry: Άλλες φόρες έπαιζε με την πράσινη ηλεκτρική κιθάρα ή το μπουζούκι του, ενώ σε άλλα σημεία έδινε το ρυθμό ως μαέστρος της μικρής ορχήστρας των DCD. Αυτό όμως που με χαροποίησε ιδιαίτερα (και φαντάζομαι και πολύ κόσμο που παρευρέθηκε) είναι ότι η φωνή του Perry ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση από την προηγούμενη επίσκεψη το 2012, αυτή η ζεστή, μεστή, γαλήνια φωνή του Brendan, που επιπλέει στην ατμοόφαιρα…
…Ερμηνεύοντας το Xavier, του DCD ύμνου που ξεσήκωσε όσους παρευρέθηκαν στο Ηρώδειο για πρώτη φορά σε έντονα χειροκροτήματα, φωνές και επευφημισμούς. Όχι όμως για πολύ… Όσοι προσπάθησαν να ακολουθήσουν και να τραγουδήσουν τις “sins of Xavier’s past” απλά έμειναν να “hung like jewels in the forest of veils”, άφωνοι και αμίλητοι στην πανδαισία των μπλε και μωβ χρωμάτων που έβαφε τους βράχους του Ηρώδειου, πίσω από τον Brendan που στεκόταν αγέρωχος τραγουδώντας “deep in the heart where the mysteries emerge”. Πρώτη φορά που ηχεί το Xavier ζωντανά στην Ελλάδα και τα συναισθήματα είναι καθηλωτικά.
H Lisa Gerrard, στα 58 της, είναι μια από τις πιο χαρακτηριστικές ερμηνεύτριες της μοντέρνας μουσικής σκηνής. Το εντυπωσιακό είναι ότι μετά από 35 χρόνια δισκογραφικής καριέρας, η φωνή της παραμένει αναλλοίωτη στο χρόνο, χωρίς να χάνει την παραμικρή νότα ή κλίμακα λόγω ηλικίας, διατηρώντας ακόμα και σήμερα το μαγευτικό και απόκοσμο τόνο που προσδίδει στις ερμηνείες με τις (ακατανόητες) μουσικές λέξεις και χρωματισμούς.
Κάνω αυτό τον πρόλογο για την Gerrard για να προετοιμάσω το The Wind That Shakes The Barley, την παραδοσιακή Ιρλανδέζικη επαναστατική μπαλάντα που αποτελεί σήμα κατατεθέν της Lisa σε εκτέλεση, ενός a capella τραγουδιού που απαιτεί δυνατή αισθηματική ερμηνεία, για να δώσει αυτό που περιγράφουν οι στίχοι του. Η αντίδραση από το κοινό ήταν μια απόλυτη σιγή σε ένα έντονα κόκκινα χρωματισμένο Ηρώδειο, μια σιωπή τόσο αχόρταγη στο να ρουφάει κάθε λέξη και νότα, μια ησυχία εκκωφαντική όσο και τα χειροκροτήματα στο τέλος που δονούσαν τις κερκίδες και τη σκηνή.
Η βραδιά συνέχισε στο ίδιο μοτίβο, με κομμάτια όπως Sanvean, Indoctrination, Yulunga, The Carnival is Over, προερχόμενα από τα πρώτα DCD χρόνια (το Speen and Ideal είχε την τιμητική του),ενώ το Host of the Serapheim ταξίδευε σε άλλους κόσμους με την επιβλητική φωνή της Lisa, με μια πανδαισία χρωμάτων και κυματισμών φωτός.
Κάπου εδώ οι DCD έπαιξαν και δυο κομμάτια από τη νεότερη περίοδο, το Amnesia (από το αξιόλογο Anastasis), τη διασκευή του Autumn Sun και το Dance of Bacchantes από το τελευταίο Dionysus (που κατά τον γράφοντα, ίσως να είναι ο πιο αδύναμος δίσκος στην ιστορία τους).
To Dance of Bacchantes ήταν το τελευταίο της βραδιάς, αλλά μετά από ένα δίλεπτο standing ovation και την απαίτηση για encore, οι DCD επέστρεψαν άμεσα διασκευάζοντας το Song to the Siren.
Μια ακόμα βόμβα έπεσε στο Ηρώδειο τη βραδιά εκείνη, το Cantara που με τον ήχο των απόκοσμων εγχόρδων, τα επιβλητικά ρυθμικά τύμπανα, τη μαγευτική φωνή της Lisa και τους λευκούς φωτεινούς σταυρούς που περιστρέφονταν στους άλλες στιγμές κόκκινους και άλλες μπλε βράχους του Ηρώδειου έδινε μια άλλη διάσταση στο χώρο και το χρόνο της στιγμής.
Και πάλι φεύγουν από τη σκηνή…
Και πάλι επιστρέφουν για ένα δεύτερο encore μέσα σε ένα standing ovation, που απειλούσε το Ηρώδειο με κατάρρευση…
The Promised Womb πρόσφερε στιγμές ηρεμίας και γαλήνης για το τέλος της βραδιάς με τη Lisa Gerrard να έχει τους λευκούς προβολείς στραμμένους πάνω της για μια τελευταία φορά, πριν αποχωρήσει. Το Severance με τον Brendan Perry ήταν το τελευταίο κομμάτι και κυριολεκτικά o “αποχωρισμός” από μία μαγευτική βραδιά με τους Dead Can Dance.
Ανακεφαλαιώνοντας, μετά το 1990 στο Παλλάς, το 1996 και το 2012 σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, το 2013 στη Μαλακάσα, οι Dead Can Dance ήρθαν για μια συναυλία με παλιές επιτυχίες στο setlist, κομμάτια που δεν είχαν παίζει ποτέ ξανά Ελλάδα (βλ. Xavier, Avatar κ.α.) σε μια μαγευτική οπτικά και ηχητικά βράδια που έκλεισε τo ευρωπαϊκό σκέλος της A Celebration – Life & Works 1980-2019 περιοδείας.
Ναι, εκείνο το βράδυ στο Ηρώδειο ήταν όλοι παρόντες: o Xavier, η Cantara, η Yulunga, o Avatar και ένα ολόκληρο Host of Serapheim, σε μια μυσταγωγία στα όρια θρησκείας: Mesmerism, Indoctrination, Severance, Amnesia.
Ναι, οι Νεκροί Μπορούν να Χορεύουν. Και εμείς μαζί τους.