της Βαρελά Μαριαλένας
Την Τασώ την βρήκα μία από τις πιο κρύες μέρες του Φεβρουαρίου, παγωμένη, αδύναμη και κοκκαλιασμένη.
Στεκόταν ακίνητη και με θυμωμένο ύφος, φαγητό δεν ήθελε, νερό δεν ήθελε… Κτηνίατρο ήθελε δεν ήθελε, ήμασταν ήδη στο δρόμο. Ορό η Τασώ για τρεις μέρες, εξετάσεις πολλές η Τασώ να δούμε τι έχει, τίποτα δεν έδειχναν οι εξετάσεις, οπότε θεωρήσαμε ότι ήταν έτσι αδύναμη από την ασιτία. «Θα σε πάρω σπίτι για λίγο να γίνεις καλά», της είπα. Που να ήξερα τότε, ότι κάθε μου λέξη σ’ αυτή την πρόταση θα αποδεικνυόταν ψέμα. Εν τω μεταξύ εκείνη πήρε τα λόγια μου τοις μετρητοίς και κάθε μέρα γινόταν όλο και καλύτερα. Έπαιρνε βάρος, δραπέτευσε από το κρέιτ, έτρωγε και έπινε σα λυσσασμένη, γινόταν άλλο γατί. Ένα πράγμα μόνο δεν άλλαξε πάνω της: το ύφος της, το ύφος της Τασούς, που θα γινόταν τόσο χαρακτηριστικό της. «Ρε συ, πως τη λέγανε αυτή την κακιά του ελληνικού σινεμά, έχω κολλήσει» είπα μια μέρα σε μια φίλη. «Τασώ Καββαδία». «Τέλος, το γατί είναι η Τασώ Καββαδία, δεν έχω ξαναδεί τέτοιο στραβωμένο ύφος, μόνιμα». Έτσι πήρε το όνομα της, μ’ αυτό τη φώναζα και ερχόταν για φαί, μ’ αυτό ερχόταν για χάδια. Ξέχασα να αναφέρω, ότι η Τασώ, όπως υποδηλώνει και το όνομα της, ήταν λίγο κακιούλα και πέρα από το ύφος είχε και προσωπικότητα Τασώ Καββαδία. Με τον καιρό όμως η Τασώ Καββαδία χαλάρωνε και ήθελε και χάδια, γρατσούναγε την πόρτα του δωματίου μου να κάνουμε χουζούρια μαζί, γρύλλιζε ακόμα κάποιες φορές, αλλά ποτέ μα ποτέ δεν με έφαγε. Και ενώ όλα πήγαιναν σχετικά καλά, η Τασώ τα έβαλε με τη σκύλα του σπιτιού, της έκανε τρομερές επιθέσεις, δεν την άφηνε να μπει στο σαλόνι, ίσως να με ήθελε μόνο δική της… Ευτυχώς τότε η Τασώ πήγε για δοκιμαστική υιοθεσία σε μια υπέροχη κοπέλα. Μέχρι που η Τασώ την έφαγε. Κυριολεκτικά την έφαγε. Απελπισία, γιατί εγώ πως να την πάρω πίσω με τη σκύλα στο σπίτι… Πήγε όπως όπως σε έναν άδειο χώρο, μόνη της, και πήγαινα κάθε μέρα να τη φροντίζω. Δώστου χάδια η Τασώ, αγκαλιές και γουργουρίσματα και εγώ να της υπόσχομαι ότι θα της βρω το καλύτερο σπίτι. Όμως η Τασούλα δεν ήθελε αυτό. Η Τασώ ήθελε να τις φάει όλες και να μείνουμε μόνες στον κόσμο, όπως έλεγε και η φίλη μου η Βαγγελιώ. Και έγινε. Η δική μου υπόσχεση. Βρέθηκε το ιδανικό σπίτι, στην υπέροχη φίλη Εύα και τα όμορφα γατοπαιδιά της. Όμως η Τασώ, είπαμε, έπρεπε να τις φάει όλες. Και την Εύα την έφαγε, αλλά η Εύα δε μασούσε, καθότι έμπειρη γατομαμά. Η Τασώ κρυβόταν και έβγαινε κάθε φορά που την επισκεπτόμουν, κάθε φορά που άκουγε τη φωνή μου. Έπρεπε τότε να καταλάβω ότι η Τασώ με είχε επιλέξει. Η Τασώ αγάπησε έναν άνθρωπο στη ζωή της και αυτή ήμουν εγώ. Και μια μέρα η Τασώ μου ράγισε την καρδιά. Γιατί η Τασούλα μου έφυγε. 4 μήνες κράτησε. Απλά έπεσε και δε σηκώθηκε ποτέ. Χωρίς να καταλάβουμε το γιατί. Δεν ξέρω αν έχει και τόση σημασία πια. Ίσως να μην ήταν ποτέ η ασιτία, ίσως να ήταν και κάτι άλλο τότε που τη βρήκα, το οποίο δε βρέθηκε ποτέ. Τασούλα μου συγχώρεσε με αν ήμουν ανεπαρκής και δεν ξέρω αν στο έδειξα όσο έπρεπε, αλλά και εγώ σ αγάπησα… πολύ… Ξέρω ότι εκεί που είσαι θα κάνεις κουμάντο και θα περιμένεις να με δεις να μείνουμε μόνες να κάνουμε χουζούρια… Εις το επανιδείν λοιπόν. Μην τα προσπερνάτε. Μπορεί να γίνετε όπως η Μαριαλένα ήταν για την Τασώ. Ο άνθρωπός τους. Και ας κρατήσει για λίγο. Καλύτερες ιστορίες αγάπης δεν θα βρείτε να διηγήστε, σας το εγγυώμαι.