Ένα διήγημα της Ντανιέλ Ζορμπά και του Πασσά Ανδρέα
Της είπα μπες στο αμάξι και πάμε μια βόλτα. Το σπίτι έβραζε, το είχαν κυριεύσει τα κουνούπια ενώ η σταδιακή αποδιοργάνωσή του, με τα έπιπλα να έχουν μετακινηθεί αρκετά εκατοστά και στην σκόνη πάνω τους να φαντάζομαι έξαλλα μηνύματα που στόχευαν την υποδαύλιση της υποχόνδριας πλευράς μου, με έκανε κακό και γκρινιάρη κάτω από την επιφάνεια και σαν δηλητηριασμένο από σάπιο κουνουπίδι στην απέξω. Εξάλλου οι κουβέντες είχαν εξαντληθεί, το ουίσκι στο μπουκάλι, φθηνό και κατάλληλο μόνο για πόλεμο είχε τελειώσει, το σταχτοδοχείο έμοιαζε με τον Βεζούβιο την επομένη της καταστροφής της Πομπηίας και το κενό που είχε αφήσει η ξαφνική σιωπή ανάμεσα μας, μπορούσε να μας μετατρέψει σε δύο ξένους που μισιούνται ή σε ένα τεράστιο λάθος για να μισήσουμε ο ένας τον άλλον αργότερα. Επίσης και εκείνης της έκοβε ότι είχε έρθει η ώρα να σηκώσουμε τους κώλους μας από τον καναπέ, για τους ίδιους λόγους ή περίπου, και μιλώντας σιγανά στον εαυτό της, ή σε κάποιον αόρατο συνομιλητή που κουβαλούσε όλο το δρόμο από την Τραστέβερε της Ρώμης που είχε ζήσει τα 38 άγνωστα και μυστηριώδη χρόνια της, άλλαξε ρούχα σε κάτι που θα μπορούσε να φορέσει και για τον ύπνο αν γούσταρε. Γέλασα και με ρώτησε γιατί. Γέλασα ξανά και δεν έκανε άλλη προσπάθεια να μάθει.
Στο αμάξι, έβγαλε τις πλαστικές ροζ σαγιονάρες και έβαλε τα πόδια στο ταμπλό με τις πατούσες στο τζάμι να αφήνουν ένα λεπτό αποτύπωμα πέντε μικροσκοπικών δακτύλων κάθε που μετακινούνταν. Η μουσική στο ραδιόφωνο ήταν δικής της επιλογή. Πέρασε τις συχνότητες άγαρμπα και κατέληξε στον κρατικό σταθμό. Ενθουσιάστηκε όταν άκουσε ένα τραγούδι του Ronald.S.Haword και άρχισε να κουνιέται σαν εκείνες τις αστείες κινέζικες πλαστικές γατούλες τύχης με το υψωμένο χέρι.
«Λένε ότι είναι επικίνδυνο» έδειξα τα πόδια της. «Αν φρενάρω, η πίεση που θα ασκηθεί στο σώμα σου θα είναι τόσο μεγάλη, που θα παραμορφωθεί το κούτελο και θα πάθεις ζημιά στον εγκέφαλο. Μετά τέρμα η απλή ζωή για σένα»
Συνέχισε να κοιτάει έξω απτόητη.
Της άρεσε η μικρή εύθραυστη καρδιά του παρά το πρόσφατο σχόλιο που ξεστόμισε μισογελώντας για το ότι δεν υπήρχε ένας πόλεμος να τον ξεσηκώσει. Και να φανταστείς ήταν εκεί μόνο δύο νύχτες! Όμως εκτιμούσε την ιστορία του σχετικά με την εφηβική του προσπάθεια να κάψει μια εκκλησία, και από το σεισμό και έπειτα, και με τον τρόπο που την έκανε το κούνημα να σκέφτεται τον Leonard, έναν έρωτα παγιδευμένο σε κεχριμπάρι -Κανένας δεν πέθανε- θεώρησε ότι η πρόταση του για μια νυχτερινή βόλτα με το αμάξι ήταν ότι καλύτερο.
Τα όμορφα καλοκαιρινά ζόμπι γλιστρούσαν και οι τουρίστες απλά εξαφανίζονταν, όπως επέπλεαν στο πεζοδρόμιο, πηγαίνοντας για το βουνό ή και πουθενά συγκεκριμένα. Οι γρύλοι δεν νοιάζονταν.
Τώρα οδηγούσε εκείνη και όλα τα φανάρια θόλωναν αργά, σαν να κουνιούνταν στη μουσική, με τον τρόπο που θα κινούταν o Jarvis Cocker παίζοντας το Common People, όπως περιέγραψε επίσης ο Μάριος ότι κουνήθηκαν τα κτήρια από το σεισμό όταν κοιτούσε τον Πειραιά.
Μόλις είχε μάθει ότι πήρε τη δουλειά επιτέλους, και με το πόδι στο γκάζι, να το αγκαλιάζει προσεκτικά κατέβασε μια γουλιά από το ουίσκι και ένιωσε, ‘ελεύθερη΄ σαν τη διαφήμιση της Coca Cola που φιλιόντουσαν με το μπουκάλι ανάμεσα, έτσι ακριβώς.
«Χτύπησαν τον Αμίρ με λαστιχένια σφαίρα εχθές» του είπε. «Δεν ξέρω τι σκατά έγινε. Ελπίζω πολύ να είναι καλά. Είναι πανέξυπνος και του αρέσει να έχει μπλεξίματα»
«Άουτς» έκανε εκείνος. «Αυτός που έφτιαξε τη βιβλιοθήκη στην πλατεία; Είναι ωραίος, ναι. Την έχει δει μάρτυρας;»
«Ξέρω γω;» σχεδόν μούτισε όπως ανέβαιναν στο λόφο, αυτός κοιτώντας πίσω και έξω, το φωταγωγημένο μελίσσι της πόλη, εκεί που κοριοί και εραστές ’περνούσαν καλά’
«Εντάξει» είπε η φωνή της ανεβαίνοντας σε τόνο. «Ναι αχά, μια μέρα ήμουν στο πάρκο»
Μας οδήγησε σε έναν λόφο ζορίζοντας τις ταχύτητες στο αμάξι. Εκείνη νόμιζε ότι είναι μαγικός, λες και είχε πετάξει ξαφνικά το κεφαλάκι της η Ατλαντίδα καταμεσής του Λεκανοπεδίου. Εγώ πάλι σκεφτόμουν να της πω «Πάμε να την κάνουμε από δω κουκλίτσα μου γιατί θα μας την πέσουν τίποτα φρικιά της νύχτας» αλλά εκείνη ήταν τόσο ενθουσιασμένη που από την χαρά της έριξε ένα μεγαλοπρεπές κατούρημα στους θάμνους και άρχισε να χορεύει κουνώντας τα χέρια σαν να ήταν ο αναθεματισμένος Iggy Pop και να πάλευε με ένα θυμωμένο μελίσσι. Σπουδαίο κορίτσι. Είχε τόσο μεγάλη και ανοιχτή καρδιά, σωστός στόχος για να τη γεμίσει η ζωή με βέλη.
Έμπλεξε τα πράσινα μαλλιά του στα δάκτυλα της και μετά τα άφησε να πέσουν στο πρόσωπο της. Ήταν μια ένδειξη φιλίας.
Ένα χοντρό γκρίζο πλάσμα εμφανίστηκε ξαφνικά στην οροφή προλέγοντας το μέλλον και σε εκείνη τη στιγμή ήταν η ’ασφάλεια’. Περιορισμένη όμως στην ασφάλεια των συναισθημάτων της δεν είχε τίποτα.
Έπιασε να ρίχνει καρέκλες που κυλούσαν από το λόφο στο βάλτο της πόλης ενώ μοιράζονταν ένα από τα καλύτερα αλβανικά γάρα, αναλογιζόμενοι τους θαμμένους καμπόυδες, τους οκνηρούς ταύρους και τον αγαπημένο της φίλο τον Ζάχαρη στην άλλη πλευρά του σφαιρικού τούτου κόσμου, που είχε φτιάξει με τη μέθοδο της ανατίναξης άμμου το δακτυλίδι με το οποίο έπαιζε εκείνη τη στιγμή. Πόσο μεγαλειώδες!
Ήταν…