By Emily Yerolatsiti / fb: Milo Yerol
“Καληνύχτα!”
“Φιλάκια! Τα λέμε!”
“Οk, έγινε. Μιλάμε αύριο…”
Αυτοί και άλλοι πολλοί τρόποι για να κλείσεις το τηλέφωνο. Σίγουρα υπάρχουν αρκετές ατάκες για το πως θα λήξεις μια τηλεφωνική συνομιλία. Γιατί να μην πεις ένα απλό “bye-bye” δηλαδή;
Με αυτή την απλή απορία ξεκινάει το Fright Night σήμερα. Γιατί, μα γιατί, οι άνθρωποι στις ταινίες που τόσο αγαπάμε – και που τόσο εκτιμάμε την προσπάθεια να μας απορροφήσουν στην πλοκή και να δεθούμε με τους χαρακτήρες – δεν κλείνουν ποτέ το τηλέφωνο με νορμάλ τρόπο;
Στις ταινίες τρόμου, συχνά, το τηλεφώνημα που θα δεχτεί η babysitter όταν είναι μόνη σπίτι με τα πιτσιρίκια ή οι σιωπηλές επαναλαμβανόμενες κλήσεις την ώρα που η κεντρική χαρακτήρας υποψιάζεται ότι ο δολοφόνος βρίσκεται ήδη στο σπίτι, παίζουν σημαντικό, βέβαια, ρόλο στην πλοκή. Στο Black Christmas (1974), στο When a Stranger Calls (1979), και σε άλλες παρόμοιες καταστάσεις είναι λογικό να μην πεις ένα αντίο. Εάν ο άλλος καλεί να σε προετοιμάσει για τη δολοφονία σου, ξεχνάς τους καλούς σου τρόπους. Στο Nightmare on Elm Street (1984), που βγαίνει η γλώσσα του λαλίστατου Freddy από το ακουστικό, επίσης. Σιγά μην του πεις και “καληνύχτα”!
Αλλά γιατί να μην τελειώνει ποτέ ένας τηλεφωνικός διάλογος με ρεαλιστικό τρόπο; Μια θεωρία ήταν πάντα το θέμα χρονικής διάρκειας της ταινίας. Εδώ, αναρωτιέμαι, εάν δηλαδή ο υπεύθυνος του μοντάζ στο Goodnight Mommy ή αλλιώς Ich she Ich seh(2015) και στο The Hole in the Ground (2019) είπε ας αφιερώσουμε κανένα μισάωρο σε σιωπηλές λήψεις των παιδιών και της γύρω περιοχής, έτσι για την ατμόσφαιρα (που καλά έκαναν) ενώ κάπου αλλού, την ίδια στιγμή, κάποιος συνάδελφος του έκοβε τα “αντίο” από όλες τις τηλεφωνικές κλήσεις στη δική του ταινία. Προσωπικά, έχω δει άπειρες προβολές που θα μπορούσαν να τελειώσουν και νωρίτερα, π.χ. το Greta (2019) που πραγματικά ήθελε ψαλίδισμα, και στις οποίες δεν έφταιγε ποτέ κάποιο τηλεφώνημα.
Θεωρητικά, τη δεκαετία του 70, ξεκίνησαν να δίνουν ένα συγκεκριμένο περιθώριο και διάρκεια σε ταινίες με το σκεπτικό ότι μετά από την προβολή τους στον κινηματογράφο, θα έπρεπε να ταιριάζουν και στο φορμάτ της τηλεόρασης. Αυτό εξηγεί το κλασικό στυλ με το οποίο “έσβηναν” συχνά κάποιες σκηνές ώστε να ταιριάζει το διάλειμμα για διαφημίσεις.
Παράλληλα, εξετάζοντας τις αντιδράσεις του κοινού κατά την τηλεοπτική προβολή της ταινίας, έφτασαν στο συμπέρασμα ότι όταν άκουγαν τον χαρακτήρα να λέει αντίο στο τηλέφωνο, υποσυνείδητα ένιωθαν πως θα μπορούσαν και να αλλάξουν κανάλι. Σαν να τελείωνε ένα κομμάτι της ταινίας.
Μια ακόμα θεωρία θέλει τους ηθοποιούς να μαθαίνουν όσο γίνεται λιγότερο διάλογο για τις ανάγκες μιας ταινίας. Αλλά, ειλικρινά, το “γεια σου” στο τέλος μια τηλεφωνικής συνομιλίας θα έπρεπε να τους “βγαίνει” και από μόνο του…
Βέβαια, ο αντίλογος λέει ότι μια ταινία δεν παύει να παρουσιάζει τα γεγονότα με συμπυκνωμένο τρόπο και να πρέπει να στρέφει την προσοχή μας στην ουσία και στην πλοκή. Σεβαστό. Αλλά το να μην περιμένεις ποτέ τα ρέστα σου στο μπαρ και στο ταξί, το να κάθεσαι κανονικά στις δημόσιες τουαλέτες, να μην τρως το φαγητό που παραγγέλνεις στο εστιατόριο…ε, δεν σε κάνει και πιστευτό χαρακτήρα εδώ που τα λέμε.
Οπότε πάμε σε μερικούς χαρακτήρες σε ταινίες τρόμου που φάνηκαν να έχουν σχεδόν ρεαλιστικές συμπεριφορές σε σχέση με τα παράξενα που τους συμβαίνουν. Ο αντιήρωας Jack, που ενσάρκωσε ο καταπληκτικός Henry Rollins στο He Never Died (2015). Καταραμένος, πονεμένος και βέβαια “στραβωμένος”. Ο Will, κεντρικός χαρακτήρας στο The Invitation (2015). Δεν είναι χαρούμενος που πήγε στη μάζωξη και θα γκρινιάξει μέχρι να το χωνέψεις. Τα δύο πιτσιρίκια στο The Visit του M. Night Shyamalan. Όποια και εάν είναι η γνώμη σου για τον σκηνοθέτη, αυτά τα παιδάκια πείθουν. Όλη η παρέα που περιφέρεται στα βουνά και στα λαγκάδια στο The Ritual (2017). Προσωπικά, ναι, κι εμένα θα με είχαν “χτυπήσει” τα νέα παπούτσια εάν τα είχα φορέσει για να περπατήσω τόσο μακριά…
Ζητάμε πολλά; Κάποιον να γυρίσει να δει το αίμα να κυλάει στον τοίχο της κουζίνας τα μεσάνυχτα και τα ντουλάπια να ανοιγοκλείνουν μόνα τους και να πει… “οκ, μετακομίζουμε τώρα!”