του Ανδρέα Πασσά
Τον ξύπνησαν τα τζιτζίκια στο κρεσέντο τους και μια παχιά στάλα αλμυρού ιδρώτα που έτρεξε από τον κρόταφο στην άκρη του στόματός του.
Δίπλα η Μ. κοιμόταν μπρούμυτα, με τα μακριά ξανθά μαλλιά της κολλημένα στην πλάτη, όλο μαυρισμένη σάρκα και σφριγηλές καμπύλες, με τη θερμοκρασία του κορμιού να καίει σαν σούπερ νόβα στο μικρό ηλιακό σύστημα του παλιού ξύλινου κρεβατιού, που έτριζε στον έρωτα τους και γκρίνιαζε όταν ο ύπνος τους ήταν ανήσυχος.
Φόρεσε το σορτς και βγήκε προσεχτικά για να μη την ξυπνήσει στην αυλή. Το πύρωμα της αιχμηρής άγονης γης που έβραζε κάτω από το μεσημεριανό ήλιο, τον άρπαξε αμέσως στη μέγγενη του. Στο βάθος του ορίζοντα, η θάλασσα σε μια βαριά μπλε ακινησία. Ένα εξασθενισμένο ρεύμα αέρα κυλούσε ανάμεσα στις πέτρες, κουβαλώντας την υποψία δροσιάς και αλατιού, για να σπάσει αδύναμο στο γυμνό του στήθος.
Περπάτησε στον κήπο ξυπόλητος. Το έδαφος έκαιγε την πατούσα του. Γύρισε προς την κατεύθυνση της χώρας, που πάνω σε ένα σεληνιακό πλάτωμα, ανάμεσα σε δυο μυτερές κορφές βράχου, έστεκε όμοια με σφράγισμα σε κουφάλα δοντιού.
Προσπάθησε να φανταστεί το πείσμα που χρειάστηκε από τους ανθρώπους που ανέβηκαν εκεί πάνω για να τη χτίσουν, κουβαλώντας τα υλικά με γαϊδούρια ή στην πλάτη, την εποχή που τις ακτές ετούτες λυμαίνονταν αδίστακτοι πειρατές. Ένας ταπεινός θρίαμβος καθημερινού μόχθου. Τώρα, το νησί έμοιαζε με έναν άγριο παράδεισο, προσεκτικά εκσυγχρονισμένο για να μην αναστατώνει τις αισθήσεις. Ο επισκέπτης άφηνε τα προβλήματα του στο λιμάνι και υποχωρούσε στην τρυφηλότητα και τους αργούς ρυθμούς του τοπίου.
Καθώς έκανε μεταβολή για να γυρίσει στη σκιά του σπιτιού και την κανάτα με το παγωμένο νερό στο ψυγείο, είδε μια λευκή μονόφθαλμη γάτα με το σώμα της μαζεμένο και τις τρίχες όρθιες. Αμέσως, ένιωσε ένα οξύ τσίμπημα στο πέλμα. Πρόλαβε να δει το φίδι που σέρνονταν για να κρυφτεί ανάμεσα στις γλάστρες με τους βασιλικούς, ενώ η γάτα το πήρε κυνήγι χωρίς να το προλάβει.
Το πόδι του άρχισε να τον πονάει με έναν πρωτόγνωρο τρόπο, λες και ένα κεντρί έσκαβε όλο και πιο βαθιά με την ηλεκτρική αιχμή του, από τη σάρκα στο κόκκαλο και μετά σε όλο του το είναι. Το νευρικό σύστημα ούρλιαζε σε δεκάδες νέες γλώσσες. Εκεί που τον είχε δαγκώσει το φίδι, το δέρμα του ήταν ερεθισμένο με δυο μικρές τρύπες στο επίκεντρο της κοκκινίλας.
Ξύπνησε την Μ. που πετάχτηκε αναστατωμένη, λες και ένιωσε την αγωνία του όταν την κούνησε στο γοφό.
«Φίδι» έδειξε το πόδι και εκείνη πανικόβλητη, με τα θέλγητρα της να χορεύουν, νοθεύοντας τον πόνο του με ασύγχρονο πόθο, φόρεσε ότι ρούχο βρήκε μπροστά της, καταφέρνοντας να υπερτονίσει την καλοκαιρινή γύμνια της κάτω από τα μικρά λεπτά κομμάτια ρούχων.
Αφού τον βοήθησε να φτάσει χοροπηδώντας στο αμάξι και να καθίσει στη θέση του συνοδηγού, οδήγησε νευρικά τους άδειους δρόμους του νησιού με το σαγόνι σφιγμένο, παραμερίζοντας συνέχεια τα μαλλιά της από το πρόσωπο, περισσότερο από άγχος παρά επειδή την ενοχλούσαν.
«Ηρέμησε!» έβαλε το χέρι του στο πόδι της, όταν μια στροφή πήγε να τους πετάξει. «Πονάει σαν διάολος αλλά δεν είναι θανατηφόρο. Θα αντέξω»
Η Μ. τον αγνόησε συνεχίζοντας το ίδιο ριψοκίνδυνα για το Κέντρο Υγείας στο λιμάνι, με τις ταχύτητες να διαμαρτύρονται σε κάθε άτσαλη αλλαγή τους και τους χίλιους τετρακόσιους κορεατικούς ίππους του αμαξιού να χλιμιντρίζουν παράφωνα.
Εκείνος, έγειρε το κεφάλι στην κολόνα της πόρτας ώστε ο αέρας από το παράθυρο να τον χτυπάει στο πρόσωπο. Η κάψα χώθηκε στα ρουθούνια του, γεμάτη θυμάρι και άλλες μυρωδιές φυτών που δεν αναγνώριζε. Ανάμεσα στους βίαιους σπασμούς που προκαλούσε το δηλητήριο στο αίμα του, θυμήθηκε τους στίχους από ένα ποίημα που είχε γράψει στην εφηβεία. Ιερόσυλα τέλειοι, αγρίμια της Εδέμ, με αλάτι και θυμάρι στις φλέβες τους, ξαπλωμένοι στα χαλάσματα αρχοντικών και στα κουφάρια πλοίων, ξέχασαν στη ζάλη των ονείρων και της ερωτικής επιθυμίας, ότι δεν υπάρχει Παράδεισος δίχως φίδι.