του Ανδρέα Πασσά
Μια ύπουλη ανάμνηση συναισθηματικής φύσεως, τον κλώτσησε ξαφνικά από το συννεφάκι της μέθης.
Πλήρωσε τον μπάρμαν με ένα τσαλακωμένο χαρτονόμισμα, στράγγιξε το ποτό και βγήκε έξω ζυγίζοντας συνειδητά τα βήματα του σε μια ευθεία γραμμή.
«Πήγαινε διακοπές μόνος σου, γίνε ο καλύτερος φίλος του εαυτού σου» παπαγάλισε την ακριβοπληρωμένη συμβουλή της ψυχολόγου του. Τρία χρόνια σε έναν καναπέ για να καταλήξει από τη δυστυχισμένη μοναξιά στη χαρούμενη μοναξιά. Μεγάλη επιτυχία.
Κοντοστάθηκε να χαζέψει τις αστραπές στο βάθος της θάλασσας. Ο ψυχρός άνεμος της καλοκαιρινής καταιγίδας που πλησίαζε το νησί, τον αναζωογόνησε. Έβγαλε ένα τσιγάρο και καθώς το άναβε, προστατεύοντας τη φλόγα με το χέρι, χάζεψε μια κοπέλα με σοκολατένιο χρώμα που πέρασε από μπροστά του κρατώντας τις πτυχές του φουστανιού της, ενώ πλαστικά ποτήρια από τους ξέχειλους κάδους μπλέκονταν παρασυρμένα από τον αέρα στα τακούνια της.
Σέρνοντας το κορμί του, περπάτησε κατά μήκος της προκυμαίας, το νοητό σύνορο μεταξύ του άγριου μουρμουρητού της θάλασσας και της φασαριόζικης χορευτικής μουσικής από τα κλαμπ. Οι πρώτες στάλες έπεσαν απαλά στο κούτελο του. Σε χρόνο μηδέν η βροχή θέριεψε και ο κόσμος έτρεξε να κρυφτεί. Εκείνον, δεν τον ένοιαζε να βραχεί. Ένιωθε το νερό να καθαρίζει το μυαλό από το νοθευμένο οινόπνευμα που του ‘χαν σερβίρει. Όταν όμως η καταιγίδα ξεδίπλωσε για τα καλά το μεγαλείο της, αναγκάστηκε να βρει καταφύγιο κάτω από ένα τσίγκινο σκέπαστρο.
Το ξαφνικό άναμμα μιας ηλεκτρικής αναστάτωσης με φώτα και υστερική μουσική, πήγε να τον στείλει αδιάβαστο, γιατί ήταν σαράντα δυο πια και η καρδούλα του είχε ρωγμές και ίσως κάποιους ελαφρά φρακαρισμένους διαδρόμους από τις συγκινήσεις και το συνωστισμό της ζωής. Ορκίστηκε αν βγει ζωντανός από τα επόμενα πέντε δευτερόλεπτα να κάνει σύντομα ένα τσεκ απ. Όταν βεβαιώθηκε ότι δεν πάθει έμφραγμα, η περιέργεια κατανίκησε την τρομάρα.
Η πηγή του τρόμου του ήταν ένα όγκος καλυμμένος με μουσαμά, δίπλα σε ένα ψυγείο παγωτών. Τράβηξε το ύφασμα αποκαλύπτοντας ένα κουβούκλιο με οθόνη και μια πλαστική γυναίκα στην κορυφή.
«Κάνε τα μυστικά των άστρων δικά σου. Μάθε τη μοίρα σου» είπε μηχανικά η φωνή.
Γελώντας, και με την ομίχλη του οινοπνεύματος να έχει ξαναπάρει τα ηνία, ψάρεψε ένα κέρμα από την τσέπη και το έριξε στη σχισμή. Το μηχάνημα έκανε προφητικό θόρυβο, δονήθηκε, τα λαμπιόνια στα μάτια της γυναίκας αναβόσβησαν και από μια άλλη οριζόντια σχισμή ακριβώς κάτω από την οθόνη, γλίστρησε μια χρυσή κάρτα.
Βλαστήμησε μέσα από τα δόντια του μόλις τη διάβασε και κλώτσησε το μηχάνημα. Από το ηχείο, μια εξωφρενικά γνώριμη φωνή που τα έπινε σε κάποιο πάρτι που είχε ανάψει για τα καλά, είπε « Παλιόφιλε, χέσε στο ένα χέρι, ευχήσου στο άλλο και δες ποιο θα γεμίσει γρηγορότερα. Η Γη χρεοκόπησε και η Διαγαλαξιακή Τράπεζα απέρριψε τη διάσωση. Οι Βόγκον αγόρασαν το χρέος της πάλι και αποφάσισαν να την καταστρέψουν για δεύτερη φορά ώστε να περάσουν από τη θέση της μια γρήγορη λωρίδα για την Ανδρομέδα. Ηλίθιοι εργολάβοι που δεν σκέφτονται τίποτα άλλο!»
«Είναι εξωφρενικό ανάθεμα τους! Μουρλάθηκαν εκεί στην Τράπεζα; Την τελευταία φορά που ανατίναξαν τη Γη μπήκαν άπειροι γαλαξίες σε μπελάδες» έκανε κομμάτια το χαρτί.
«Μόλις το έμαθα σε ένα πηγαδάκι γραφειοκρατών και σκέφτηκα, ωχ ο παλιόφιλος κάνει διακοπές στους πρωτόγονους. Πρέπει να την κοπανήσεις!»
Ξαναβγήκε στη βροχή και έψαξε τον ουρανό για σημάδια της επερχόμενης καταστροφής. Συγκεκριμένα για κάτι πορτοκαλί και άσχημο. Μετά αναρωτήθηκε δυνατά τις πιθανότητες να περνάει κάποιος πάνω από το Αιγαίο.
«Είναι τα ελληνικά νησιά Ιούλη μήνα παλιόφιλε, πολλές» απάντησε η φωνή. « Σε αφήνω τώρα..»
«Στάσου Φόρντ» έσκυψε στο ηχείο.
«Παλιόφιλε, βγαίνουν τα κορίτσια από τις τούρτες και δεν είναι το χάσεις αυτό!» το μηχάνημα έσβησε με ένα ΣΒΟΥΠ.
Έτρεξε σαν τρελός μέχρι το ξενοδοχείο, άρπαξε την πετσέτα από το μπάνιο, παράχωσε τα σκόρπια ρούχα στη βαλίτσα, έχωσε στο παντελόνι το μαγνήτη ψυγείου I LOVE KYKLADES(αφάνταστα συλλεκτικό σε λίγο) και πήγε στην ταράτσα με την ελπίδα να πετύχει γρήγορα ένα οτοστόπ. Πάνω που είχε εξαντλήσει τις προσευχές σε όλους τους μείζονες και ελάσσονες θεούς που γνώριζε και από τα παρακάλια περνούσε στις βρισιές και τις απειλές, βρήκε το σήμα ενός σκάφους και ανέβηκε.
Άτυχος πλανήτης, σκέφτηκε βλέποντας τη γη και το στόλο οδοποιίας τον Βόγκον από το φινιστρίνι του αμπαριού. Τα πιθηκοειδή, ήταν εξ αρχής καταδικασμένα να αποτύχουν με τα δημοσιονομικά. Έπρεπε να άφηναν εξ αρχής το κουμάντο στα δελφίνια.