Μπήκε με το Bad Moon Rising των Creedence Clearwater Revival να στρώνει τις απειλητικές νότες του στο διάβα της, κόκκινο φόρεμα, βαρύ βάψιμο και μαύρα φτερά στην κορυφή των εξίσου σκοτεινών μαλλιών, χτενισμένα σε έναν άγριο θύσανο.
Έμοιαζε σαν να την είχε ξεράσει μια οργιαστική πομπή που είχε κάνει τις θορυβώδεις στροφές της στα πιο άθλια σημεία της πόλης και αυτά την είχαν λερώσει με ένα μείγμα μπαγιάτικης κάπνας, αρώματος και παραβατικότητας που με κύκλωσαν επιθετικά ενώ πάλευε να στριμωχθεί σε ένα άδειο κάθισμα που το σώμα ενός χοντρού είχε σπρώξει κοντά μου. Μέσα στον καθρέπτη, έπιασα το είδωλό της, λουσμένο στο απαλό πορτοκαλί φως του μπαρ, με το μολύβι στα μάτια της να διαλύεται δειλά γύρω τους, το στέμμα των φτερών να έχει γύρει στο πλάι σαν να το βαραίνουν οι χιλιάδες έγνοιες μιας αυτοκρατορίας ολίγων μόνο τετραγωνικών, συνειδητοποιώντας τότε, ότι κάλλιστα μπορούσε να έχει ξεπηδήσει από το κάδρο πίσω μας, όπου οι Stones πόζαραν ντυμένοι γυναίκες για τον δίσκο Some girls. Βρήκα όμως κάτι σπάνιο και εύθρυπτο στο κέντρο των ματιών της και οι κινήσεις, όπως άνοιξε τη τσάντα για να πληρώσει το τζιν με τόνικ που ο μπάρμαν άφησε μπροστά της, ήταν αυτές μεγάλου αιλουροειδούς που έχει καταπιεί την ανθρωπότητα και τώρα την χωνεύει, κορεσμένο και αργό. Όμως θεώρησα ότι έπρεπε να μαζέψω την εικόνα, γιατί μάλλον ήταν τα τρία ποτήρια ουίσκι στις φλέβες που ζωγράφιζαν εξωτικές πινελιές. Ο ένας από τους δυο που σέρβιραν, ένα φουσκωμένο παιδαρέλι με τατουάζ στα χέρια, με έπιασε που την κοιτούσα λοξά και κούνησε αποτρεπτικά το κεφάλι σχηματίζοντας μια ακατανόητη λέξη στα μικρά χείλη του. Η κίνηση του να με προστατέψει δεν είχε καμία σημασία, γιατί εκείνη όρμησε σέρνοντας το ποτήρι στην μπάρα για να το τσουγκρίσει με το δικό μου. «Μάρα» είπε γλυκά, ο τόνος της φωνής της σε πλήρη αντίθεση με τον ορυμαγδό της εμφάνισης. Αν της έδινα πρώτος φωνή με τη φαντασία μου, θα ήταν μία με στριγκή χροιά. «Ποιά βασίλισσά έχεις ντυθεί Μάρα; Κάτι τέτοιο δεν είναι;» «Επιτέλους», σήκωσε τα χέρια χτυπώντας τον άνδρα πίσω της. «Κάποιος το έπιασε!» Τα μάτια γύρισαν μέσα στις κόγχες και για λίγο έβλεπα μόνο το ασπράδι τους. «Δεν μπορείς να φανταστείς τι έχω ακούσει σήμερα! Εξωτικό πουλί, σατανικό ηλιοβασίλεμα! Πες μου πως στην ευχή μπορείς να σκεφτείς ότι έχω ντυθεί σατανικό ηλιοβασίλεμα;». «Ω, εδώ θα σε στεναχωρήσω. Κάποτε είχα γνωρίσει μια κοπέλα που η φάτσα της μου θύμιζε τη ζάντα ενός μοντέλου της Φορντ». «Καλός μαλάκας είσαι και συ!» «Λοιπόν;». «Είμαι βασίλισσα των Ίνκας» κορδώθηκε με τα χέρια στα πλευρά. «Ξέρεις, οι Ίνκας έκαναν ανθρωποθυσίες. Άνοιγαν το στήθος των θυμάτων, έβγαζαν την καρδιά και την πετούσαν στη φωτιά. Μετά έκοβαν το κεφάλι. Είχαν άσχημες συνήθειες και ο πολιτισμός τους εξαφανίστηκε από μια χούφτα Ισπανούς». «Αυτό θέλω και εγώ!». «Να σε εξαφανίσουν μερικοί Ισπανοί;». «Όχι χαζέ, αυτό!», έβαλε το ένα χέρι στη καρδιά μου και το άλλο στη βάση του λαιμού μου και το έσυρε για να τον ανοίξει με το φασματικό της μαχαίρι. Η επαφή με ηλέκτρισε κάπου στα θεμέλια. Κατέβασα μονορούφι το υπόλοιπο του ποτού. Με μιμήθηκε με τη διαφορά ότι το δικό της ήταν γεμάτο μέχρι πάνω. Τελειώνοντας τη γουλιά με κάτι μεταξύ αναστεναγμού και καψίματος, χτύπησε το άδειο ποτήρι στο ξύλο. Έπειτα, πήρε έναν ακόμη γύρο από αυτά που πίναμε, χωρίς να με ρωτήσει. Ο τύπος με τα τατουάζ με κοίταξε επίμονα, ενώ άφηνε τα ποτά μπροστά μας. Απώθησα το βλέμμα του ξεφυσώντας. Είμαι μεγάλο αγόρι, χέσε μας, ήθελα να του πω, όμως κρατήθηκα γιατί δεν είναι σώφρον να εκνευρίζεις κάποιον που σε σερβίρει. Έπαιζε το Crawling King Snake του John Lee Hooker, όταν η Μάρα έσκυψε στο αυτί και μου είπε. « Έχω κάτι να σου εκμυστηρευτώ», με τη ζεστή της ανάσα να μπαίνει από το τύμπανό και να ταξιδεύει μέχρι την σπονδυλική στήλη και να τυλίγεται εκεί σαν ερπετό και να αφήνει τα αυγά ενός παράλογου πόθου, κάτω από την άμυνα που είχα προτάξει με το να επαναλαμβάνω σιωπηρά «μαλάκα μου όσο και να πιείς, δεν πρέπει να φύγεις μαζί της». Δυστυχώς, το πέος μου σήκωνε αντάρτικό. Προσπάθησα να χαθώ στο τραγούδι, στους στίχους, θα συνεχίσω να σέρνομαι μωρό μου μέχρι τη μέρα που θα πεθάνω, μα η φωνή της επέμενε στην παραβίαση των τειχών μου.
(συνεχίζεται…)
Ανδρέας Πασσάς