…«Πρέπει να σου πω κάτι σημαντικό αλλά πρώτα….», πρότεινε πάλι να τσουγκρίσουμε και να πιούμε. Μα τι είναι αυτό που θέλει τόσο αλκοόλ», σκούπισα με την ανάστροφη του χεριού μια λεπτή γραμμή τζίν που είχε τρέξει από την άκρη του χείλους της στο πηγούνι.
Έβαλε το αριστερό χέρι στη μέση μου και εγώ βρήκα το θάρρος να βάλω το δικό μου στο πόδι της, λίγο πάνω από το γόνατο. «Ξέρω, φαίνομαι μουρλή και ασυνάρτητη. Είναι περίεργο όμως το πως τα έφερε το βράδυ. Κάτι προσωπικά που συνέβησαν νωρίτερα….. Τίποτα σημαντικό, μη μπεις καν στο κόπο να με ρωτήσεις. Όμως περνώντας απ’ έξω ένιωσα μια δυνατή παρόρμηση να μπω και όποτε έχω ένα τέτοιο προαίσθημα το ακολουθώ. Και να ‘μαστε εδώ τώρα… και είναι κάτι τόσο γρήγορο ανάμεσα μας, σαν πλημμύρα που ανεβαίνει». Ναι, είναι η πλημμύρα του ποτού, μου ήρθε να εκστομίσω αλλά το βούλωσα, κοιτώντας την όσο πιο ουδέτερα και αθώα μπορούσα και από την επιτυχία του ύφους μου μάλλον πήρε το πράσινο φως να συνεχίσει. «Η γιαγιά μου ήταν σπουδαίο μέντιουμ. Ερχόταν κόσμος από παντού για να της κάνεις ερωτήσεις. Πολιτικοί, ηθοποιοί, όποιος μπορείς να φανταστείς είχε περάσει από το σπίτι της. Γι αυτό έδωσα μεγάλο βάρος στο προαίσθημα, θέλω να πιστεύω ότι έχω πάρει κάτι από εκείνη». «Και έχεις;» ρώτησα. «Τι θα μπορούσες να πεις για μένα, έτσι γρήγορα, από ένστικτο μόνο». Πήρε το χέρι μου μέσα στα δικά της και εκεί το κράτησε μέχρι οι The Byrds να ολοκληρώσουν την πρώτη στροφή του Mr Tambourine Man. «Πρέπει να προσέχεις τους ανθρώπους. Βλέπεις περισσότερο καλό μέσα τους από όσο έχουν». «Με αποκαλείς αφελή!», γέλασα. «Αφελή και μεθυσμένο» έσφιξε το χέρι μου τραβώντας με κοντά, πάνω στο στόμα της, για να με υποδεχτεί με ένα φιλί που ήταν περισσότερο δαγκωνιά. «Συγχώρεσε με», σταμάτησα το φιλί. Ήδη γευόμουν το αίμα μου και ήθελα να το φτύσω κάπου. «Πρέπει να πάω στηn τουαλέτα, μετά τα 35 ό,τι πίνεις το κατουράς» δικαιολογήθηκα κάπως άκομψα. Αφού ξαλάφρωσα, έπλυνα το στόμα και έριξα αρκετό νερό στο πρόσωπο, στάθηκα μπροστά στον καθρέφτη και επανέλαβα ότι η μοναδική κατάληξη που θα είχε το όλο νταλαβέρι θα ήταν αντίο, bye bye, ta ta και τα λοιπά. Γρήγορα, μάλιστα. Επιστρέφοντας, είδα τη θέση της πιασμένη από ένα σφιχταγκαλιασμένο ζευγάρι. Η Μάρα πουθενά. Τους ρώτησα και είπαν ότι δεν καθόταν κανείς όταν μπήκαν. Γύρισα στον μπάρμαν. «Έφυγε και είπε να πληρώσεις εσύ. Προσπάθησα να σε προειδοποιήσω μεγάλε. Έχει ξανάρθει εδώ και έχει κάνει το ίδιο. Όμως θα ήταν καλό να τσεκάρεις τα πράγματα σου», έδειξε το σακάκι μου που ήταν κρεμασμένο στη πλάτη της καρέκλας. Έλειπαν το κινητό και το πορτοφόλι, που ευτυχώς είχε μέσα μόνο τη ταυτότητα και τις κάρτες. Τα μετρητά τα είχα στις τσέπες του παντελονιού. Πλήρωσα και βγήκα έξω μήπως και την προλάβω. Το μόνο που βρήκα ήταν το στέμμα με τα φτερά ακουμπισμένο στην οροφή ενός αμαξιού, εκείνη πουθενά. Έκανα μια γύρα το τετράγωνο, αλλά τίποτα. Μέτρησα τα λεφτά, είχα αρκετά για ένα ποτό και ταξί. Ανασήκωσα τους ώμους, τινάζοντας τις σκοτούρες. Η ακύρωση των καρτών ήταν ένα απλό τηλεφώνημα το πρωί και η συσκευή του κινητού δεν είχε καμία αξία. Γέλασα. Ήμουν επαρκώς μεθυσμένος για να αντιμετωπίσω την κατάσταση με ψυχραιμία. Έτσι μπήκα στο πρώτο μπαρ που βρήκα για να πιω ένα τελευταίο ποτό, ικανοποιημένος, γιατί τουλάχιστον είχα μια ιστορία να γράψω.
Ανδρέας Πασσάς