Το μαύρο Ρόντβάιλερ αναστατωμένο από τις φωνές και τον ορυμαγδό, γάβγιζε κάνοντας κύκλους γύρω από το μεταλλικό στύλο που ήταν δεμένο με μια χονδρή αλυσίδα. Το γάβγισμα του αντηχούσε, μέσα στην περιφραγμένη αυλή, με τα δυο σκουριασμένα αγροτικά φορτηγά, τα πεταμένα κομμάτια και εξαρτήματα οχημάτων, όλα αφημένα από την εποχή που το μέρος λειτουργούσε ως παράνομο υπαίθριο συνεργείο, με μια λαμαρίνα, άτσαλα βαλμένη πάνω από έναν πάγκο εργασίας για να ρίχνει σκιά. Κατέβηκε τα σκαλιά από την πόρτα του σπιτιού, πέρασε δίπλα από τον σκύλο που είχε σηκωθεί στα πίσω πόδια, με τα σάλια και την καυτή ανάσα του σχεδόν να τον γλείφουν στο μάγουλο και βιαστικά πήγε στο αυτοκίνητο. Για λίγο, πανικοβλήθηκε νομίζοντας ότι τα κλειδιά του είχαν πέσει κάπου μέσα και θα έπρεπε να ξαναγυρίσει να τα πάρει. Ευτυχώς, ήταν στην πίσω δεξιά τσέπη του παντελονιού. Πάτησε τον διακόπτη, όμως οι κλειδαριές δεν άνοιξαν. Πάτησε το κλείδωμα κι έπειτα ξαναδοκίμασε τον διακόπτη. Κάτω από το πανδαιμόνιο του σκύλου, άκουσε τον ανεπαίσθητο θόρυβο της ασφάλειας και τον ήχο της απενεργοποίησης του συναγερμού. Τη στιγμή που έβαζε μπρος, ο νεαρός άνδρας βγήκε από το σπίτι, κρατώντας ένα Καλάσνικοφ. Το αριστερό πόδι ήταν σπασμένο στο γόνατο και ο πόνος είχε ζωγραφιστεί στο πρόσωπό του. Έριξε όλο το βάρος του πάνω στην κουπαστή της σκάλας και σημάδεψε. «Διάολε, που το βρήκε το πυροβόλο!», βλαστήμησε, ενώ το αμάξι τινάζονταν άτσαλα μπροστά, σηκώνοντας ένα σύννεφο σκόνης. Δεν πρόλαβε να φτάσει στην έξοδο, όταν άκουσε τρείς μεταλλικούς ήχους στο αμάξωμα, ο τελευταίος συνοδεύτηκε από μια αίσθηση γροθιάς στην κοιλιά του. Το σοκ τον έκανε να φρενάρει απότομα. Η σκόνη ήταν τόση που δεν έβλεπε τίποτα μέσα από τα τζάμια. Κοίταξε κάτω. Το παντελόνι και το κάθισμα είχαν λερωθεί με αίμα. Είδε την μικρή τρύπα στην πόρτα. Έβαλε το δάκτυλό μέσα κι έπειτα το οδήγησε εκεί που ήταν η πληγή. Ήταν ξεγραμμένος. Τράβηξε το όπλο κάτω από το κάθισμα και βγήκε έξω κρατώντας την κοιλιά με το ελεύθερο χέρι. Ο άνδρας με το σπασμένο πόδι, ήταν πεσμένος κάτω και προσπαθούσε να συρθεί προς το πυροβόλο, που είχε κυλήσει στη βάση της σκάλας. Σχεδόν χούφτωνε την κάνη, όταν εκείνος το σκούπισε με μια δυνατή κλωτσιά μακριά, στέλνοντάς το με έναν μεταλλικό κρότο μακριά. Πρώτα πήγε στον σκύλο και τον πυροβόλησε ακριβώς μέσα στο στόμα. Έπειτα πάλι στον άνδρα. «Όχι, όχι, σε παρακαλώ» εκλιπαρούσε με τα χέρια προτεταμένα. Του έριξε μια στο στήθος και μια στο κεφάλι. « Βλάκα, δεν μπορούσες να το αφήσεις έτσι! Έπρεπε να μας σκοτώσεις και τους δύο», βάλθηκε να τον κλωτσάει μέχρι που διπλώθηκε φτύνοντας μια παχιά ροχάλα αίμα που εκβίασε τον δρόμο της έξω. Ακούμπησε στον τοίχο, κρατώντας πάντα την κοιλιά του, με τα χέρια κόκκινα από το αίμα, τη μπλούζα και το τζίν να πίνουν το υγρό και να έχουν κολλήσει στο σώμα του. Έκλεισε τα μάτια, όμως η σκέψη ότι η ζωή του έρεε από την τρύπα στην ανυπαρξία σε τούτο το άθλιο μέρος, ανάμεσα στα σκουπίδια και την σκουριά, τον έκανε να τα ανοίξει. Αφήνοντας μια κόκκινη παλάμη στο ντουβάρι, μαζί με ένα αιμάτινο ίχνος από κάτω προς τα πάνω, κατάφερε να σταθεί και με μικρά βήματα, σέρνοντας τα πόδια, με μια μεταλλική γεύση να δηλητηριάζει το στόμα του, έφτασε στο αμάξι και κάθισε βογκώντας. Έβαλε πάλι μπρος και το κλιματιστικό στο μέγιστο. Η θερμοκρασία, έγραφε το καντράν, ήταν στους 36 βαθμούς. Κοπάνησε τις γροθιές στο τιμόνι. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να φτάσουν τα πράγματα εδώ, η αφορμή ήταν ασήμαντη. Αναθεμάτισε τον νεκρό. Σύντομα θα έπαιρνε και αυτός τον ίδιο δρόμο. Αλλά όχι εδώ. Θα οδηγούσε όσο άντεχε, σε ένα ωραίο μέρος για να ξεψυχήσει. Θα μπορούσε πάντα να προσπαθήσει να φτάσει σε ένα νοσοκομείο, αλλά αν τη γλύτωνε θα κατέληγε στη φυλακή και οι επιπτώσεις της διαφωνίας εδώ, θα τον σκότωναν εκεί. Κάποιος τον καλούσε στο κινητό. Είδε το όνομα. Κατέβασε το παράθυρο, πέταξε πρώτα την συσκευή, ύστερα το όπλο και ξεκίνησε. Το σπίτι ήταν απομονωμένο, στο τέλος ενός χωματόδρομου, πίσω από έναν χαμηλό λόφο. Γύρω υπήρχαν μόνο σκόρπιες εγκαταλελειμμένες στάνες. Τα πρώτα σπίτια, κάτι εξοχικές κατοικίες, βρίσκονταν αρκετά μακριά και νωρίτερα, όταν περνούσε για να έρθει, τα περισσότερα του είχαν φανεί κλειστά. Επιβεβαιώθηκε όταν έφτασε κοντά. Δεν υπήρχε κανείς να ακούσει τους πυροβολισμούς, ώστε να καλέσει την αστυνομία. Παρόλο που η θερμοκρασία στην καμπίνα είχε πέσει, ίδρωνε, χοντρές στάλες κυλούσαν από το μέτωπο και τις μασχάλες του. Η μυρωδιά του τον έπνιγε. Μαύρες κηλίδες έκαναν αστραπιαία περάσματα από τις άκρες του οπτικού του πεδίου, καθώς όσο έχανε αίμα, η πίεση έπεφτε. Τα άκρα είχαν αρχίσει να μουδιάζουν και το σώμα του να περνάει σε μια μόνιμη κατάσταση πόνου. Βγήκε προς τον κεντρικό δρόμο με κατεύθυνση τη θάλασσα. Ένα ανοιχτό αμάξι που το οδηγούσε μια γυναίκα, του κόρναρε γιατί ήταν στη μέση και την εμπόδιζε να τον προσπεράσει. Τα ξανθά μαλλιά της έμοιαζαν πύρινα. Όταν έφτασε στον δρόμο κατά μήκος της ακτής, αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να οδηγήσει για πολύ ακόμα. Οποιοδήποτε μέρος από δω και πέρα, ήταν καλό. Θα κατέβαινε δίπλα στο νερό.
Έστριψε το αμάξι σε ένα χωματόδρομο και το πάρκαρε πίσω από έναν πυκνό θάμνο. Άφησε τα κλειδιά στη μίζα και βγήκε. Εδώ μύριζε περισσότερο το ψημένο θυμάρι και το ιώδιο της θάλασσας παρά τον θάνατό του. Μερικά μέτρα μακριά, στα δεξιά, εντόπισε κάτι τεχνητά σκαλοπάτια που κατεύθυναν το βλέμμα του σε μια καμουφλαρισμένη βίλα μέσα στο τοπίο. Η μάντρα της έκλεινε έναν μικρό κόλπο σε μια φυσική πισίνα. Αποφάσισε ότι θα κατέβαινε κάτω και μετά, λίγο πριν την είσοδο του σπιτιού θα ανέβαινε πάλι και θα έβγαινε σε έναν βράχο που έμπαινε μέσα στη θάλασσα σαν πλώρη πλοίου. Εκεί θα περίμενε το τέλος του. Το τι θα συνέβαινε στο κουφάρι του μετά λίγο τον ένοιαζε. (συνεχίζεται)
Ανδρέας Πασσάς