Η κατάβαση δεν ήταν εύκολη, τα πόδια του λύγιζαν, οι σκοτοδίνες είχαν πολλαπλασιαστεί και πολλές φορές αναγκάστηκε να σταματήσει και να στηριχτεί σε κάποια πέτρα.
Η σκάλα είχε σμιλευτεί στην κυριολεξία μέσα στην πλαγιά, με κλίση που γίνονταν πιο απότομη όσο πλησίαζε προς το τέλος της κι έπρεπε να προσέχει συνέχεια να μην τον παρασύρει κάτω άτσαλα… Η θάλασσα ήταν ληθαργική και ο καιρός αμείλικτα ζεστός και απάνεμος. Ο ήλιος σχεδόν από πάνω του. Άκουγε τις παχιές σταγόνες του αίματος να σπάνε ανάμεσα στα πόδια του και τα βήματα να αλλάζουν σε σύρσιμο, παρασέρνοντας χώμα και πέτρες, κάθε φορά ολοένα και δυσκολότερο να τα σηκώσει, λες και ήταν από μολύβι. Για μια στιγμή φλέρταρε με την παραίτηση, αλλά ένα παιδικό πείσμα απέναντι στη μοναξιά του θανάτου, τον έσπρωξε να συνεχίσει. Δεν ήταν άνθρωπος με βαθιά σκέψη. Προσπάθησε να φανταστεί πως είναι το τίποτα που τον περίμενε, αλλά δεν μπόρεσε να αντιληφθεί το κενό χωρίς εκείνον μέσα, ο εγωισμός της ύπαρξης του νόθευε τις υποθέσεις για το επέκεινα. Ακόμη και η προσπάθεια να κάνει κάτι τέτοιο ξεπερνούσε τη φύση του και του έκανε εντύπωση το πως το μυαλό πάσχιζε να ανοίξει άλλες πόρτες αντίληψης. Ο πνευματικός αγώνας όμως δεν κράτησε πολύ, η ασθμαίνουσα οξύνοια έδωσε τη σκυτάλη στο δράμα, καθώς όσο ξεψυχούσε, γδύνονταν ο άνδρας και έβγαινε στην επιφάνεια το παιδί μαζί με κάτι ηλίθιες ευαισθησίες και ψεγάδια, που νόμιζε ότι είχε ξεφορτωθεί στην εφηβεία. Συναισθηματικές αδυναμίες. Να που τώρα πέταγαν πάλι κεφάλι μέσα από την τρύπα της σφαίρας. Την επόμενη που σκούπισε το πρόσωπό του, βρήκε ότι δεν ήταν όλο το υγρό ιδρώτας. «Σκλήρυνε!» , προέτρεψε τον εαυτό του, «δεν θα πεθάνεις σαν ένα γαμημένο μυξιάρικο». «Μόνος στο πουθενά να σε φάνε τα καβούρια και οι γαμημένες μύγες», συμπλήρωσε η σκληρή φωνή του πατέρα του, που τον πείσμωσε στον καθοδικό Γολγοθά. Όταν έφτασε στο τελευταίο σκαλί, σχεδόν έπεσε πάνω στη μάντρα του σπιτιού. Ο ώμος του χτύπησε στη μεταλλική πόρτα και βρέθηκε πάλι στα γόνατα εξαντλημένος. Νικώντας ακόμη μια φορά το σκοτάδι, στάθηκε όρθιος και ακουμπώντας στον τοίχο περπάτησε μέχρι την άκρη, όπου ένας μικρός βράχος θα του επέτρεπε να περάσει στο σημείο που είχε σημειώσει από ψηλά. Όταν βρέθηκε στο ύψος του τοίχου, είδε μια συρόμενη τζαμαρία ανοιχτή και μια ξαπλώστρα στρωμένη με πετσέτα. Από το εσωτερικό ερχόταν η αχνή ηχώ μουσικής.
Αντιλήφθηκε ότι στο σημείο που είχε σταματήσει, όποιος έβγαινε θα τον έβλεπε. Πήδηξε από την κορυφή του βράχου στον χαμηλότερο δίπλα. Ο κραδασμός έκανε τα σωθικά του να αναπηδήσουν και ένα απόλυτο κύμα πόνου, του στέρησε κάθε έλεγχο στο σώμα, με αποτέλεσμα να χάσει τη ισορροπία και να πέσει με το στήθος σε μια μικρή έκταση αμμουδιάς δίπλα στο νερό, λίγο μεγαλύτερη από τον διπλωμένο κορμό του. Η κραυγή του πνίγηκε στη βρεγμένη άμμο, τα νύχια του έσκαβαν αυλακιές μέχρι να καταλαγιάσει το μαρτύριο. Όταν ηρέμησε, περισσότερο μουδιασμένος και λειψός από ζωή, άπλωσε το χέρι στο νερό και έφερε μια χούφτα στο κούτελο. Τώρα πια ήταν αδύνατο να φτάσει εκεί που ήθελε. Η δύναμη του είχε στερέψει. Ανασηκώθηκε, έβαλε την πλάτη στην πυρακτωμένη πέτρα κι έμεινε να κοιτάζει τον ορίζοντα, περιμένοντας να αδειάσει το αίμα και τα μάτια να κλείσουν οριστικά. Είδε τη γυναίκα στην ξαπλώστρα να αλείφεται με λάδι. Γύρω στα τριάντα, με μαύρα μακριά μαλλιά, γυμνασμένο σώμα και το στήθος ακάλυπτο. Προτού ξαπλώσει έβγαλε το κάτω μέρος του μαγιό, προφανώς ανυποψίαστη για την παρουσία κάποιου εκεί. Ασυναίσθητα έφτιαξε τα μαλλιά του. Το μόνο που κατάφερε ήταν να τα λερώσει με αίμα. Η ειρωνεία της κατάστασης, μόλις τη συλλογίστηκε, τον πότισε με φόβο και πικρία που δεν υπήρχαν πριν. Αυτό είναι σαδισμός, μονολόγησε προς τον ουρανό. Κάτι τόσο όμορφο, εκείνη τη στιγμή, όπου τραβιόταν μέσα στη γη και τα σκουλήκια, ήταν τιμωρία. «Σκατά!», κλαψούρισε χτυπώντας το κεφάλι με τη γροθιά του. Κοίταξε πίσω και πάνω. Δεν υπήρχε καμία πιθανότητα να τα καταφέρει μέχρι το αμάξι και να οδηγήσει σε κάποιο νοσοκομείο. Ίσως αν τραβούσε την προσοχή της γκόμενας; Όμως, την είδε να έχει κατεβάσει το χέρι ανάμεσα στα πόδια της και όλα πάγωσαν, έμεινε μόνο η ρυθμική κίνηση του καρπού της και οι πρώτες υποψίες συσπάσεων στο κορμί της, και ήταν λες και κάποιος του έδωσε μια γερή δόση ηρεμιστικού, η οδύνη μαγεύτηκε και αποκοιμήθηκε. Η ανάσα του άρχισε να μαζεύει το πνεύμα πίσω, ενώ ένας αμυδρός πόθος γεννήθηκε στα λαγόνια, απομακρύνοντάς τον από το βασίλειο του θανάτου. Βολεύτηκε για να βλέπει καλύτερα, με τα ένστικτα στραμμένα στην ηδονοβλεψία, στον καρπό και στο πάνω μέρος του χεριού της, στις μικρές αψίδες που σχημάτιζαν τα πόδια της, στην παχιά φλέβα στον λαιμό, με το κεφάλι γυρτό πίσω, τα βλέφαρα να πεταρίζουν και τα μαλλιά, ένα γυαλιστερό σκότος, να σαλεύει πάνω στο λευκό στρώμα της ξαπλώστρας, και κάτω από την θάλασσα και τον ήχο της καρδιάς του, που μια ξεψυχούσε και μια επέστρεφε, μπορούσε να ακούσει τον βαθύ ήχο της ηδονής να χορεύει στα χείλη της, να δροσίζει τη μεσημεριανή κάψα του αέρα, η υγρασία του αιδοίου της να ταξιδεύει μέχρι τα ρουθούνια του, μια μεταλλική οσμή ίδια με τη μυρωδιά των σπλάχνων του, με μια σταγόνα αμμωνία, και του ήρθε τότε, ότι ίσως υπάρχει κάποια σύνδεση της τρύπας στην κοιλιά του με την οπή της, μια αόρατη γέφυρα, από τον ερυθρό κόσμο των σπλάχνων του στο άπειρο εκεί έξω, μια θεολογία της τελευταίας στιγμής, άγριας, άκομψης, που δεν μπορούσε να ταξινομήσει, αλλά έβρισκε μια ανακούφιση στις σελίδες της, ενώ οι παλμοί του έπεφταν πάλι και εκείνη έμοιαζε να πλησιάζει στο κρεσέντο, και ευχήθηκε το πνεύμα του όταν θα άφηνε οριστικά το σώμα, να πετούσε προς το μέρος της, μέσα από την ανοιχτή πόρτα πίσω στη μήτρα, πίσω στη ζωή, μακριά από τις συμπληγάδες πέτρες που έκλειναν, με τη θάλασσα και το φως πάνω τους, αρχικά λαμπερές, μετά πορτοκαλί, καταστρέφοντας σαν με σπάτουλα τα χρώματα σε μια πορτοκαλοκίτρινη βιαιότητα, ένα κινηματογραφικό μεξικάνικο ηλιοβασίλεμα, ενώ μια σαύρα πάνω στο βράχο τον κοιτούσε με τις μικρές μαύρες χάνδρες που είχε για μάτια, ένα τύμπανο χτυπούσε ρυθμικά, παλαμάκια και φωνές, μια μελωδία που τσίριζε στις άκρες της, πιατικά ριγμένα χάμω, μια χορδή που έσπασε με μεταλλικό ήχο και έπειτα ένα κούφιο ξύλο που δονούνταν και η άγνωστη γυναίκα να τελειώνει τραντάζοντας τα μόρια του αέρα με τον οργασμό της, μια σταγόνα λύτρωσης, η εικόνα κάποιου παραδείσου, καμωμένου από ηλιοκαμένη σάρκα και καλοσχηματισμένες καμπύλες, ενώ αυτός άφηνε την τελευταία ανάσα μέσα σε ένα βιβλικό σκοτάδι.
Ανδρέας Πασσάς