του Ανδρέα Πασσά
Η ώρα είναι τέσσερις τα ξημερώματα και χτυπάω τα πλήκτρα μηχανικά, συνθέτοντας από τις αναθυμιάσεις των ρωγμών.
Δεν έχω κανέναν προορισμό πέρα από την ανοιχτωσιά των λέξεων. Κάτι τέτοιο είναι μάταιο τούτες τις ώρες που είμαι απλά ξεχαρβαλωμένος και με τα νεύρα λάστιχο. Γράφω γιατί θα ήταν αρκετά τραβηγμένο να φορέσω τα ρούχα και να βγω στην πόλη. Πέρασαν οι εποχές που άφηνα να με παρασύρουν οι δρόμοι σε περιπέτειες και ονειροοφάγες αγκαλιές. Έγραψα ένα βιβλίο και ξεμπέρδεψα μαζί τους. Σαν τις πρώην μου, έγιναν πρόβλημα άλλων.
Το σαλόνι μοιάζει με μέρος θανάτου. Ο Nick Cave θα το αποκαλούσε Malibu beach. Εγώ, το λέω η εξορία της αυπνίας. Σουλατσάρω στην επικράτεια της με μουσική και κινούμενες εικόνες δίχως ήχο, έχοντας την ίδια μελαγχολία με τον Ισμαήλ, μόνο που η διέξοδος της θάλασσας δεν παίζει σαν πιθανότητα. Εκείνη, είναι πέρα από τις κουρτίνες, πέρα από τα κτήρια, πίσω από το βουνό, μακρύτερα από το πρώτο μέρος της Ρόδινης Σταύρωσης του Μίλερ – ταυτόχρονα πεταμένος στο τραπέζι και ένας βόρβορος στο κεφάλι- πέρα ακόμα και από τις προσωπικές ραψωδίες και την κατακερματισμένη αλληλουχία ονομάτων και ανατομιών που βρήκαν την κερκόπορτα της χειμερινής μοναξιάς μου για να μεταμορφωθούν στην ουρά της φάλαινας σαν πάω να περάσω το χέρι μου από πάνω τους. Το παρελθόν κάτι τέτοιες ώρες σε δένει στη ράχη του και σε τραβάει κάτω από το νερό, στα αρχέγονα σκοτάδια με τα ασπόνδυλα και είναι στη διάθεση του κήτους να σε πετάξει ξανά στο φως. Όμως, αν έχεις διαβάσει Camus, ξέρεις ότι τα μεγάλα θηρία έχουν τη δικιά τους όρεξη και έτσι δεν είναι να τρέφεις πολλές ελπίδες.
Αυτό που με σοκάρει και το βλέπω ανάμεσα στις γραμμές που γράφω, είναι αδιάρρηκτη σύνδεση του μέλλοντος με το συμβιβασμό. Όλα συγκλίνουν ασφυκτικά στο να σε ισοπεδώσουν σε μια ευθεία γραμμή. Πόσες φορές ακόμα θα σηκωθείς από το κρεβάτι με την πεποίθηση ότι ο Παράδεισος, όσα και αν σου τάξουν, μπούρδες και αλήθειες, δεν είναι παρά ένα κορίτσι στις δύο το βράδυ, στο πράσινο ηλεκτρικό λυκόφως, με τα γκαράζ να ουρλιάζουν ρυθμικά στα ηχεία, που θες να το φιλήσεις και να δεις σε ποιο εξωφρενικό μέρος που δεν υπάρχει σε τούτη τη γη, παρά μόνο στη φαντασία σου, θα σε πάνε τα χείλη της; Κάποια καθάρματα το γνώριζαν και προετοιμάζονταν όλη τους τη ζωή για το φινάλε, αντί να χωλαίνουν σε σκιές απωθημένων. Έτσι, όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, ζώστηκαν με τα «όπλα» τους και τα γυαλιά καθρέπτες ώστε να κρύβουν το πειραγμένο βλέμμα και βγήκαν να πυροβολήσουν την αχίλλειο φτέρνα τους πριν τους καταφέρει κάποιος άλλος το μοιραίο πλήγμα.
Κάνω παύση και στο κενό της, όπως γεμίζω το ποτήρι με δυο δάκτυλα ελπίδας για ύπνο, σκέφτομαι το γερό- Kosinski στην μπανιέρα, με τη βότκα, τα χάπια και την πλαστική σακούλα στο κεφάλι, να δίνει τέλος στα ψέματα και τις κατηγορίες, να γράφει τον επίλογο με το γράμμα του στην «Kiki» , βάζοντας έτσι την οριστική τελεία στο μυθιστόρημα του και όλες οι γαμημένες φωνές να σωπαίνουν και να μένει αποκλειστικά ο ήχος των σωλήνων και του νερού που στάζει για ένα λυτρωτικό δευτερόλεπτο νυχτερινής σιωπής πριν το τίποτα.
Σήμερα είναι αδιανόητο να κάνεις προσχεδιασμένα κάτι τέτοιο. Μόλις σε πάρουν χαμπάρι, θα σε βάλουν στο τραπέζι, κάτω από τη λάμπα και θα σε ρυθμίσουν μεθοδικά, σύμφωνα με το χάρτη αποκλίσεων άλλων άτυχων ψυχών που πιάστηκαν στα ελεήμονα δίκτυα τους. Θα ισχυριστούν ότι σου συμβαίνει κάτι άσχημο, ότι όλα είναι αποκλειστικά γαμημένα στο δικό σου μυαλό και ότι στην πραγματικότητα ο κόσμος είναι χρυσός, όλο ροζ ηλιοβασιλέματα και οργασμούς ευτυχίας, επειδή έχεις καριέρα και υγεία. Ύστερα, θα σε μπουκώσουν με ορθότητα και κοινές παλαβομάρες, μπορεί και κανένα χάπι με κόκκινη γραμμή αν είσαι τυχερός. Στο τέλος καταλήγεις ένα σκιάχτρο σαν όλα τα άλλα. Κυρίως, εύχρηστο και φιλικό από τις 9 το πρωί μέχρι τις 5 το απόγευμα. Με iso 2020 και λοιπές μαλακίες. Αλληλούια.
Στο παραπέντε των σαράντα κύκλων γύρω από τον ήλιο, μου ‘ρχονται τα λόγια του Dean Stanton. «Πρέπει να μάθεις να πεθαίνεις προτού πεθάνεις». Όμως ανάμεσα πρέπει να μάθεις να ζεις έχοντας θάψει ανθρώπους, σκύλους, γάτες, τον όγκο των ονείρων σου και ένα μικρό μεταλλικό κουτί στην παραλία της Λούτσας όταν ήσουν έντεκα και που τώρα δεν θυμάσαι το μέρος, ούτε το τι είχε μέσα.
Γαμώτο, τίποτα δεν έχει νόημα όταν όλοι κοιμούνται. Στο είπα από την αρχή.