Ο Μέρκιος βυθίστηκε μέσα στο χλιαρό νερό της μπανιέρας και άρχισε να μετράει. Μέχρι το πενήντα, ήταν πάντα ήρεμος, απομονωμένος, σαν να έπλεε μόνος του στο διάστημα, έξω από τον κόσμο.
Στο εβδομήντα, το στήθος του έσφιγγε από την έλλειψη του αέρα και το κεφάλι του γέμιζε με βουητό. Στο ενενήντα είχε δειλιάσει και πάλευε να γεμίσει τα πνευμόνια του με ζωή ενώ τα δάκρυα ήταν ο μοναδικός πνιγμός που είχε πετύχει. Αυτή τη φορά έφτασε μέχρι το εξήντα. Η ανώνυμη γυναίκα νούμερο 1 άνοιξε την πόρτα και χωρίς να του δώσει σημασία κάθισε στη λεκάνη για να κατουρήσει ενώ του έριχνε ένα νυσταγμένο, δίχως ψυχή βλέμμα. Κάτω από τη λάμπα του φθορίου, φαινόταν το τραχύ δέρμα της και μια σκληρή ακμή. Χωρίς να ανταλλάξουν κουβέντα, τράβηξε το καζανάκι και επέστρεψε στο κρεβάτι.
Άφησε την πλάτη του να κυλήσει στην πορσελάνη, πίσω και μέσα στο νερό, αλλά όταν έφτασε να γεμίσουν τα ρουθούνια του, κατέληξε ότι μια δεύτερη προσπάθεια θα ήταν καταδικασμένη στο ίδιο αποτέλεσμα.
Βγήκε με τα νερά να στάζουν στα πλακάκια και στάθηκε μπροστά στον καθρέπτη του νιπτήρα. Δεν κοιτούσε συχνά τον εαυτό του. Τουλάχιστον όχι συνειδητά όπως τώρα. Έβλεπε έναν ξένο, ή στην καλύτερη κάποιον αόριστα οικείο. Μόνο η εγκάρσια ουλή από τον αριστερό ώμο μέχρι λίγο πάνω από τον αφαλό, έκανε μια συμπαγής σύνδεση του ανθρώπου με την όψη του. Τα μαύρα μεγάλα μάτια που εξείχαν, οι κύκλοι της κακή ποιότητας ύπνου, τα γκρίζα γένια και το ξυρισμένο κρανίο, δεν του έλεγαν τίποτα. Θα μπορούσαν να ανήκουν στον οποιοδήποτε. Όμως εκείνη η ουλή, η αφιονισμένη μαχαιριά ενός ζηλωτή στα βουνά του Αφγανιστάν, ήταν το όνομα του, η ταυτότητα του. Αυτή, και το ξεθωριασμένο τατουάζ του Θεριστή στο αριστερό μπράτσο. Αν του έπαιρνες αυτά τα δύο ίσως να περνούσε για κανονικός άνθρωπος.
Στο δωμάτιο, η κοπέλα είχε ξαπλώσει δίπλα στην ανώνυμη γυναίκα νούμερο 2, αγκαλιάζοντας ένα μαξιλάρι που είχε βάλει ανάμεσα τους. Η άλλη, ήταν τυλιγμένη με το σεντόνι, που μέσα στο σκοτάδι έμοιαζε με φίδι που την έσφιγγε. Έσυρε την μοναδική καρέκλα που υπήρχε μπροστά στο κρεβάτι, γυμνός και βρεγμένος, και έμεινε να τις χαζεύει, ενώ το χέρι του αναζήτησε μηχανικά το μπουκάλι με τη βότκα στο πάτωμα για να το φέρει στα χείλη του. Ήπιε δυο μεγάλες γουλιές και έπειτα το ακούμπησε στο έπιπλο της τηλεόρασης πίσω του. Άκουγε τις ανάσες τους και το μακρινό γουργουρητό του λέβητα κάπου έξω. Ήταν η καρδιά της νύχτας και όπως συνήθως δεν είχε ύπνο. Κοιμόταν πάντα τις πρώτες πρωινές ώρες. Συνήθως με τη βοήθεια ποτού και χαπιών και πάντα όταν έκλεινε τα μάτια, δεκάδες νεκροί -όλοι δικά του θύματα- παραβίαζαν τα όνειρα του για να τον βασανίσουν. Η κληρονομιά δεκαπέντε χρόνων σε μερικά από τα πιο γαμημένα μέρη στον πλανήτη.
Άφησε την καρέκλα και πήγε δίπλα τους, στην άκρη του στρώματος. Αμέσως ένιωσε το μείγμα της ζεστασιά των κορμιών τους και τη μυρωδιά της σάρκας τους, σαν ένα λεπτό πέπλο, που άρχισε να το ρουφάει στα ρουθούνια του με την ελπίδα ότι θα αφυπνιστεί κάτι μέσα του που δεν θα έχει να κάνει με τον θάνατο και την καταστροφή, αλλά το φως και την επιθυμία. Όμως δεν έγινε τίποτα γιατί δεν τον άγγιζε η ζωή, ούτε η ομορφιά. Το χέρι του άνετα μπορούσε να οδηγήσει αυτές τις γυναίκες στην απολυτότητα του χώματος και των σκουληκιών και το μόνο που θα άλλαζε στα μάτια του, θα ήταν η γεωμετρία των σωμάτων τους πάνω στο στρώμα όταν θα είχαν ξεψυχήσει, χυμένες σαν ανδρείκελα, να χάνουν τη ζωή μέσα από σκούρα ρυάκια, στη λιγδιασμένη μοκέτα.
(συνεχίζεται)
Ανδρέας Πασσάς