Μέρες και νύχτες υπό επιτήρηση #52
Κάθισε στο πιάνο και άρχισε να παίζει. Οι πρώτες νότες του δειλές, έσπασαν τη φλυαρία στο εσωτερικό του μαγαζιού με τη μονότονη επανάληψη τους και όλοι σταμάτησαν ότι έκαναν, άφησαν κάτω τα πιρούνια, κράτησαν τη μπουκιά στη γλώσσα τους, έπαψαν να μιλούν για τα σχέδια που είχαν, τα ερωτόλογα ξεφούσκωσαν και κάποια θυμωμένα λόγια, έμειναν μετέωρα σαν πορδές στο χώρο πριν ξεθυμάνουν.
Ο άνδρας στο πιάνο, δεν είχε κάτι ξεχωριστό. Μπορούσες να τον πεις κοινό, μια φάτσα που συναντάς το πρωί στο μετρό, κρυμμένη πίσω από ένα βιβλίο, κάτω από ένα σκουφί, χαραγμένη από τον ύπνο και τη θλίψη μιας οποιασδήποτε Τετάρτης, ένα πρόσωπο που θα ξεχάσεις τη στιγμή που θα βγεις από το βαγόνι. Ναι, δεν ήταν κανένας και ότι μαγικό συνέβη, έγινε επειδή τα πλήκτρα πάγωσαν το χρόνο των ανθρώπων στο μυαλό τους.
Ζέστανε τα χέρια του παίζοντας μια απλή μελωδία που σιγά σιγά την άπλωσε σε κάτι που κατέληξε να είναι μια απροκάλυπτη ερωτοτροπία με το πιάνο. Οι νότες δονούσαν το όργανο ενώ εκείνος τις χτυπούσε με τη σιγουριά μιας κορύφωσης που ολοένα πλησίαζε ανοίγοντας αόρατες σχισμές στα μόρια του ξύλου. Το κεφάλι του μόνιμα σκυμμένο πάνω από την ασπρόμαυρη επικράτεια όπου χόρευαν τα δάχτυλα του, το βλέμμα χαμένο στη γυαλιστερή επιφάνεια που ρουφούσε τις αντανακλάσεις και το φως σε μια κεχριμπαρένια δονούμενη θολούρα.
Μια κακορίζικη παρέα από κοράκια ήρθε στα σύρματα έξω. Έπαιζαν τα φτερά, τους λαιμούς, τα αεικίνητα μάτια τους, κρώζοντας, χορεύοντας τα πόδια τους πέρα δώθε σαν υπνωτισμένα. Τα είδε και χαμογέλασε ένα χαμόγελο όπως το μιμούνται τα σκυλιά, αφήνοντας το στόμα να χάσκει χωρίς να γνωρίζουν το γιατί.
Οι αναμνήσεις τον κατέκλυζαν όποτε έπαιζε μουσική. Στιγμές. Ψήγματα από ένα χαοτικό ψηφιδωτό που κάποιος το είχε σπάσει σε χιλιάδες μικρά κομμάτια. Έτσι έμοιαζε το παρελθόν για εκείνον. Δεν είχε την πολυτέλεια της συνοχής. Αυτή θα τον έκανε να λησμονεί και να αγαπάει. Αλλά κουβαλούσε συμπαγή το θυμό του. Έπαιζε μουσική ώστε να τον ελέγχει για να μην εκραγεί σαν το Κρακατόα ή τον Βεζούβιο και τον εκτόνωνε σε μικρές δόσεις με ευγενικές ακρότητες στα πλήκτρα ή με ποτήρια κίτρινης τεκίλας ξαπλωμένος στα μπούτια γυναικών, δαγκώνοντας τρυφερά το εσωτερικό σημείο των μηρών τους.
Εκείνο το βράδυ, αφού ο κόσμος ελευθερώθηκε από το ξόρκι της μουσικής του και τα πουλιά πέταξαν πίσω στις μυστήριες δουλειές τους, βρήκε μια κοπέλα με λευκό δέρμα και χείλη που θύμιζαν λεπτές λωρίδες φρούτου και κυλίστηκε ζαλισμένος στη γαλακτερή γύμνια της, χαζεύοντας το ξανθό ηβικό τρίχωμα της· και όταν πλησίασε τη μύτη του κοντά για να εισπνεύσει τη μεταλλική οσμή της οπής της, ταξίδεψε για μια στιγμή σε ένα χωράφι στην μεσημεριανή κάψα του κατακαλόκαιρου κάπου στη Λομβαρδία, για να επιστρέψει με μια ανώνυμη θλίψη στη τρυφερή μέγγενη των χεριών της που τον τραβούσε απαλά, μακριά από τη μέθη των μυρωδιών.
«Εντυπωσίασε με» του είπε.
«Είμαι ο Θάνατος, ο Καταστροφέας των Κόσμων» το μανιτάρι μιας πυρηνικής έκρηξης χόρεψε στα μάτια του.
«Πες μου κάτι αληθινό για σένα»
«Κάποτε ήμουν πιστολάς και όλοι με ήξεραν ως Χέρι του Θεού. Πήγαινα σε μια πόλη και έστελνα του μισούς στον Παράδεισο και τους άλλους μισούς στη Κόλαση»
«Και τώρα;»
«Και τώρα…..»
Πήρε τις ρώγες της ανάμεσα στα δάκτυλα του και εκείνη ακολούθησε σκύβοντας μέχρι να βρεθούν στα χείλη του.
«Τώρα είμαι ο Κύκλωπας. Με το μοναδικό μου μάτι, βλέπω το θάνατο μου».
Ανδρέας Πασσάς