Έφτασε η πιο εορταστική περίοδος του έτους και σε όλο τον κόσμο, μικροί και μεγάλοι, ντύνονται την πιο γιορτινή τους διάθεση, βάζουν στην άκρη τις διαφορές και τις στεναχώριες τους και βρίσκουν την ευκαιρία να γίνουν παιδιά και να αφεθούν στο παραμύθι που όλοι έχουμε τόσο ανάγκη.
Τα Χριστούγεννα είναι μια ιδιαίτερη γιορτή για δύο λόγους, αφενός γιατί συνδέονται με τη γέννηση μιας ολόκληρης θρησκείας, του Χριστιανισμού και αφετέρου γιατί συμπίπτουν χρονικά με την έναρξη του νέου έτους. Έτσι, οι εορτασμοί κρατούν για περίπου ενάμιση μήνα και ειδικά αυτοί που αφορούν στην έλευση του νέου χρόνου, είναι παγκόσμιοι. Σε αυτό το φύλλο του Εξαρχειώτη, που εκτός από τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, γιορτάζουμε και τα 2 χρόνια παρουσίας του στα ειδησεογραφικά και μουσικά δρώμενα, θα ρίξουμε μια γρήγορη ματιά σε κάποια από τα ήθη και τα έθιμα που τηρούνται αυτές τις μέρες στην ελληνική επικράτεια.
Το “Χριστόψωμο” είναι το παραδοσιακό χειροποίητο ψωμί που έχει απαραίτητα επάνω σκαλισμένο τον Σταυρό και ο οικοδεσπότης του σπιτιού, το κόβει και το μοιράζει στην οικογένεια και τους καλεσμένους. Οι Σαρακατσάνοι τσοπάνηδες φτιάχνουν 2 χριστόψωμα, ένα για τον Χριστό και ένα για τα πρόβατα για να τα «φυλάει και να τα βλογάει» ο Χριστός ενώ στην Κεφαλλονιά μαζεύεται όλη η οικογένεια στο σπίτι του πιο ηλικιωμένου, τοποθετούν στο πάτωμα 3 δαυλιά χιαστί και επάνω τοποθετούν την κουλούρα. Σχηματίζουν όλοι ένα κλοιό ακουμπώντας με το δεξί τους χέρι την κουλούρα και αφού ο νοικοκύρης ψάλλει το «Η γέννησή σου Χριστέ ο Θεός», ρίχνει λάδι στα δαυλιά, βάζοντάς τα στη φωτιά. Μετά κόβει την κουλούρα και δειπνούν όλοι μαζί. Στα χωριά της Έξω Μάνης, φτιάχνουν τις τηγανίδες όπου η μητέρα και τα κορίτσια πλάθουν το ζυμάρι σε χοντρό μακαρόνι και το διπλώνουν στα τέσσερα. Έπειτα το ρίχνουν στη μεγάλη τηγάνα που είναι γεμάτη καυτό λάδι για να ψηθεί. Η πρώτη που ψήνεται είναι του Χριστού.
Στα χωριά της Άρτας, όποιος πάει στο σπίτι του γείτονα να ευχηθεί τα «Χρόνια Πολλά», κρατά ένα κλαρί πουρνάρι και στο δρόμο το ανάβει και έτσι γεμίζουν φωτιές και κρότους τα σοκάκια των χωριών, έθιμο που έχει τις ρίζες του στην ίδια τη γέννηση του Χριστού και στα πουρνάρια που άναψαν οι βοσκοί εκείνη τη νύχτα, για να βρουν τη φάτνη.
Στα χωριά της Μακεδονίας, ο νοικοκύρης ψάχνει στα χωράφια για το Χριστόξυλο. Βρίσκει, δηλαδή το πιο όμορφο, γερό και χοντρό ξύλο από πεύκο ή ελιά και το παίρνει σπίτι του με σκοπό να το βάλει στο τζάκι να καίει από τα Χριστούγεννα μέχρι και τα Φώτα. Ο λαός πιστεύει πως καθώς καίγεται το Χριστόξυλο, ζεσταίνεται ο Χριστός στην κρύα σπηλιά της Βηθλεέμ. Τα περίφημα κάλαντα, που πήραν την ονομασία τους από τη λατινική λέξη «calenda», η οποία διαμορφώθηκε από την ελληνική «καλώ», τραγουδιούνται απ’ άκρη σ’ άκρη σε όλη την Ελλάδα από την παραμονή των Χριστουγέννων, μέχρι και την παραμονή των Φώτων.
Στην Κέρκυρα, εκτός από τα παιδιά που είθισται, ολόκληρα λαϊκά συγκροτήματα περιφέρονται στους δρόμους της πόλης και τα σοκάκια των χωριών, με βιολιά και ακορντεόν παίρνοντας για ανταμοιβή διάφορα κεράσματα, αλλά και χρήματα.
Στη Μακεδονία, το έθιμο της Πρωτοχρονιάς, θέλει άτομα μεγάλης ηλικίας να γυρνούν μεταμφιεσμένα στα σπίτια και να παίρνουν για αμοιβή αλεύρι, τραχανά, λουκάνικα και άλλα είδη τροφίμων. Αφού συγκεντρώσουν την ποσότητα που επιθυμούν, συγκεντρώνονται σε ένα σπίτι, μαγειρεύουν και γλεντούν. Μεταμφιέζονται ξανά και περιφέρονται με κουδούνες δημιουργώντας δυνατούς θορύβους, την παραμονή των Φώτων. Ο θόρυβος αποβλέπει στο να φοβίσει και να διώξει τους καλικάτζαρους.
Στη Σίφνο, κάθε χρόνο, οι οικογένειες του νησιού ετοιμάζουν δικά τους, αυτοσχέδια στιχάκια, στην τοπική διάλεκτο, για τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Είναι εμπνευσμένα από τη θρησκευτική ζωή και τις καθημερινές καταστάσεις και τραγουδιούνται από το μεσημέρι έως το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.
Το σπάσιμο του ροδιού ανήκει στην Πελοπόννησο. Το πρωί της Πρωτοχρονιάς, η οικογένεια πηγαίνει στην εκκλησία και ο νοικοκύρης κρατάει στην τσέπη του ένα ρόδι για να το λειτουργήσει. Όταν επιστρέψει σπίτι, μπαίνει με το δεξί και σπάει το ρόδι στην εξώπορτα ώστε να σκορπιστούν οι ρώγες του και το σπιτικό να έχει τόσες χαρές και τύχες όσες και οι ρώγες του ροδιού.
Το πιο γνωστό και κοινό έθιμο για όλους, είναι εκείνο της Βασιλόπιτας. Η παράδοση θέλει να έχει τις ρίζες του στην Καισαρεία της Καππαδοκίας, όταν ο Μέγας Βασίλειος ήταν επίσκοπος και ήρθε ο έπαρχος της Καππαδοκίας να την λεηλατήσει. Τότε ο Μέγας Βασίλειος, ζήτησε από τους κατοίκους της πόλης να μαζέψουν ό,τι χρυσαφικά μπορούσαν και να τα παραδώσει ο ίδιος στον έπαρχο. Ωστόσο ο έπαρχος άλλαξε γνώμη και ο Μέγας Βασίλειος, καθώς δεν ήξερε ποιο τιμαλφές ανήκε στον καθένα, έδωσε εντολή να παρασκευαστούν μικροί άρτοι, όπου μέσα ό κάθε ένας θα έκρυβε και ένα από τα τιμαλφή. Την επομένη του εκκλησιασμού, μοίρασε τους άρτους και η παράδοση θέλει το κάθε χρυσαφικό να γύρισε στον ιδιοκτήτη του. Έκτοτε, το έθιμο συνεχίστηκε κάθε χρόνο την ημέρα του εορτασμού του Αγίου και Μέγα Βασιλείου.
Χρειάζονται δεκάδες τόμοι για να παρουσιάσουμε τα αμέτρητα ήθη και έθιμα που συνδέονται με τις γιορτινές αυτές ημέρες. Το σημαντικότερο όμως πλεονέκτημά τους είναι ότι όπως και όπου και αν γιορτάζονται, κρύβουν μέσα τους μια αισιοδοξία, μία ελπίδα και μία ανθρωπιά. Μας βγάζουν, με ένα μαγικό τρόπο, τον καλό μας εαυτό, αυτόν που σκέφτεται και το συνάνθρωπο. Είναι ημέρες αγάπης και ένωσης. Ας δώσουμε αγάπη και ας αφεθούμε στην αγάπη… «καλή χρονιά, καλή χρονιά, χαρούμενη χρυσή Πρωτοχρονιά»…
Γιώτα Μαυραγάνη