-η συνέχεια του “Φαλαινοθήρες”-
Κάποιος χτύπησε την πόρτα ρυθμικά τρεις φορές. Είχε πάρει το μαξιλάρι στα χέρια του χωρίς να το καταλάβει. Το πέταξε αηδιασμένος με τον εαυτό του. Το τριπλό ρυθμικό χτύπημα επαναλήφθηκε. Άνοιξε την πόρτα μερικά εκατοστά. Το κρύο τον χτύπησε σαν νταλίκα στο στήθος.
«Ντύσου Μέρκ, πρέπει να φύγουμε» είπε ο δίμετρος όγκος που άκουγε στο όνομα Φήλιξ. Βγάζοντας, τον σκούφο από το κεφάλι του έκανε να μπει, ο Μέρκιος όμως τον σταμάτησε ανοίγοντας λίγο περισσότερο την πόρτα για να του δείξει ότι δεν ήταν μόνος.
«Σε έφτιαξε ο Συνταγματάρχης! Καλά θα περιμένω στο αμάξι» γέλασε πονηρά. «Μην αργήσεις κάνει ψόφο» συμπλήρωσε πριν του δείξει τα νώτα του.
Κλείνοντας, αναρωτήθηκε αν οι γυναίκες που του έστειλε ο Συνταγματάρχης ήταν πιο κοντά στο τελευταίο δείπνο και όχι κάποιο παρατραβηγμένο δώρο σε έναν παλιό του στρατιώτη. Θα μάθαινε σύντομα.
Ο Φήλιξ τον περίμενε με τη μηχανή αναμμένη ώστε να μπορεί να δουλεύει το καλοριφέρ του ταλαιπωρημένου Νίβα. Τα πάντα πάνω στο αμάξι, μαρτυρούσαν ότι κάποια στιγμή στο παρελθόν είχε περάσει ζόρικες στιγμές. Ήταν όλο γρατζουνιές και βουλιάγματα.
«Είναι θηρίο, μη το βλέπεις έτσι» δικαιολογήθηκε μαντεύοντας τις σκέψεις του ενώ το αμάξι μούγκριζε στον ανηφορικό δρόμο με τα χλωμά φώτα του να παλεύουν στο πηχτό σκοτάδι.
«Αν μας πάει εκεί που πρέπει, κανένα πρόβλημα. Δεν έχω όρεξη να μείνουμε σε καμιά γαμημένη ερημιά»
«Όχι, μην σε ανησυχεί. Που βρισκόσουν;»
«Εδώ και εκεί. Τώρα μένω στην Αθήνα. Εσύ;»
«Δεν βρήκα κανένα σπουδαίο συμβόλαιο. Ο Συνταγματάρχης για κάποιο λόγο δεν κατάφερε να μας βάλει να δουλέψουμε στην Ουκρανία. Μάλλον δεν ήθελε να χαλάσει τις σχέσεις του με τους Ρώσους και τους Γερμανούς. Πολύ μπερδεμένη φάση εκεί πέρα. Τέλος πάντων, έκανα λίγη προστασία προσώπων στο ενδιάμεσο. Βλακείες… στελέχη και πλουσιόπαιδα που διψούσαν για μούρη, όχι ότι διέτρεχαν κανένα κίνδυνο. Βαρετή φάση. Τώρα έχει ένα συμβόλαιο αλλά δεν ξέρω λεπτομέρειες. Όμως ότι και να είναι θα το πάρω. Δεν αντέχω άλλο την απραξία. Εσύ πόσα χρόνια είσαι έξω;»
Σκέφτηκε λίγο. Πήγε σε ένα αιματοβαμμένο μέρος και γύρισε κουβαλώντας λίγο από τον όλεθρο στην καμπίνα του αμαξιού. Κραυγές και εκρήξεις. «Τέσσερα. Από τη Λιβύη»
«Ω Θεέ μου, εκείνα τα γαμημένα τούνελ! Τα θυμάσαι; Σαν τυφλοπόντικες. Δεν ήμουν σίγουρος τι χτυπούσα. Απλά ευχόμουν να μην είναι δικός μας…. Ω συγγνώμη, ξέχασα, δεν το είπα επίτηδες» τον ακούμπησε φιλικά στο πόδι.
«Δεν πειράζει. Έχω μάθει να ζω με αυτό. Νομίζω ότι θα κλείσω τα μάτια λίγο. Αυτές εκεί πίσω με στράγγιξαν και η ζέστη εδώ μέσα με νύσταξε»
Στην αρχή δεν κοιμόταν, απλά ήθελε να αποφύγει την κουβέντα. Μετά όμως ο θόρυβος της μηχανής τον νανούρισε και βρέθηκε στα σκοτεινά και πνιγηρά τούνελ που διέτρεχαν σαν φλέβες την περιοχή του οχυρού του Καντάφι στην Τρίπολη, να στέκεται πάνω από έναν έφηβο, με το μισό κεφάλι κομμάτια, όμως παράλογα ζωντανό, να φωνάζει τη μάνα του. Το αίμα στο έδαφος ήταν τόσο πολύ, που δεν γινόταν να περάσεις χωρίς να πατήσεις μέσα σε αυτό. Οι σόλες του έκαναν έναν αηδιαστικό πλαστικό θόρυβο. Ο μικρός στρατιώτης προσπάθησε να τον αγγίξει στο πόδι, όμως κάποιος πίσω, πήρε την κίνηση σαν απειλή και του έδωσε τη χαριστική βολή στο στήθος. Ένιωσε το άψυχο χέρι να κυλά από την γάμπα του στο λερωμένο τσιμέντο.
Άνοιξε τα μάτια. Είχε ξημερώσει. Η μέρα ήταν γκρίζα, με βαριά σύννεφα και ομίχλη. Περνούσαν μέσα από έναν μικρό οικισμό που πήγαινε παράλληλα με τη μια πλευρά του δρόμου. Από την άλλη, υπήρχε ένα νεκρό σκουριασμένο εργοστάσιο. Είδε μια γυναίκα σε ένα κάρο που το έσερνε ένα ισχνό άλογο. Τα ρούχα της έμοιαζαν να ανήκουν σε άλλη εποχή. Λίγο πιο κάτω, δυο Ρομά πιτσιρίκια έπαιζαν με ένα σκύλο που είχε τρία πόδια. Έπειτα δεν υπήρχε τίποτα, κακές στροφές και απότομες δασωμένες πλαγιές.
Ο Φήλιξ του έδειξε σε μια χιονισμένη κορυφή ένα μεγάλο σταυρό. «Ο Σταυρός των Ηρώων. Να κάτι που δεν μας αφορά καθόλου» γέλασε. «Τα βάζουμε με άρρωστα καθάρματα και το μόνο που βγαίνει προς τα έξω είναι νεκρά μωρά»
«Ίσως το πρόβλημα το χουν επειδή το κάνουμε για τα λεφτά. Δεν έχουμε ιδανικά Φήλιξ»
«Ναι όμως δεν μπορούν καν να διανοηθούν πόσους επίδοξους μαλάκες που καύλωναν να ανατιναχθούν μέσα σε κάποιο μετρό έχουμε στείλει τζούφιους στον παράδεισο τους!»
Αν οι σκοτωμοί ήταν δικαιολογημένοι, γιατί τότε τα πρόσωπα των νεκρών βασάνιζαν τις νύχτες του; Ήταν άσκοπο να κάνει τη συζήτηση αυτή με τον Φήλιξ. Ο άνδρας δίπλα του είχε άλλη οπτική και επιβεβαιωμένα λιγότερες ευαισθησίες. Κάποτε τον είχε δει να πιέζει τους αντίχειρες του στα μάτια ενός αντάρτη και έπειτα ενώ εκείνος σφάδαζε στο έδαφος να τον κατουράει στις πληγές του.
Μετά από μια ώρα ορεινής διαδρομής, κουβεντιάζοντας αραιά, ενώ στο ραδιόφωνο μια Ρουμάνα φώναζε ανάμεσα σε πλαστικά ποπ τραγούδια, έφτασαν στον προορισμό τους. Άφησαν το αμάξι στην άκρη του δρόμου, πίσω από ένα άλλο ερείπιο σε μπλε χρώμα και πήραν ένα μονοπάτι που ανέβαινε μια πλαγιά.
(συνεχίζεται)
Ανδρέας Πασσάς