-η συνέχεια του “Φαλαινοθήρες (2)”-
Το κρύο ήταν τσουχτερό και είχε αρχίσει να ρίχνει χιονόνερο. Ο Φήλιξ πήγαινε μπροστά και εκείνος ακολουθούσε μερικά μέτρα πίσω, έχοντας βρει τον ρυθμό που έκανε πιο ξεκούραστη την ανάβαση για το σώμα του. Ανάσες από το στόμα και σταθερό άνοιγμα στα πόδια. Πάντα στρατιώτης. Κανονικά θα έπρεπε να τον απασχολεί τι στην ευχή τον ήθελε ο Συνταγματάρχης στη μέση του πουθενά στα Καρπάθια, αλλά είχε μάθει να παίρνει τα πράγματα όπως έρχονταν και να τα χειρίζεται ανάλογα. Εξάλλου, η λογική του έλεγε, ότι αν ήθελε να τον τιμωρήσει για τον τρόπο της φυγής του από τη Λιβύη, πολύ άνετα θα μπορούσε να τον είχε βρει στην Αθήνα. Δεν ανησυχούσε. Ίσως μια σφαίρα έλυνε όλα τα προβλήματα. Μια στο κεφάλι του, και έπειτα γαλήνη για τον ίδιο και όλους τους νεκρούς που τον βασάνιζαν με την παρουσία τους. Ο Συνταγματάρχης τους περίμενε σε ένα ξέφωτο. Φορούσε μαύρο μπουφάν και σκούφο στο κεφάλι. Είχε αφήσει γένια που έκρυβαν ένα μέρος της ουλής στην αριστερή πλευρά του προσώπου του. Περνούσε μέσα από το μάτι του, που ήταν σκεπασμένο με καλύπτρα και έφτανε μέχρι τη βάση του λαιμού του. Δίπλα του, στεκόταν με τα χέρια σταυρωμένα, μια κοντή γυναίκα. Είχε πάνω της μια αμφιλεγόμενη ομορφιά. Τα χαρακτηριστικά που τράβηξαν την προσοχή του, ήταν τα μάτια της στο χρώμα του ατσαλιού και τα ζυγωματικά της, αυτά μιας ασιατικής στέπας, κάτω από ένα πυκνό μαύρο μαλλί που έπεφτε σχεδόν μέχρι τη μέση της. Οι δυο άνδρες στάθηκαν ο ένας μπροστά στον άλλον, αναμετρήθηκαν με το βλέμμα και ύστερα έδωσαν τα χέρια. Η ατσάλινη χειραψία του Συνταγματάρχη πρόδωσε μια καμουφλαρισμένη ένταση. «Χαίρομαι που ήρθες μικρέ, φοβόμουν ότι ήμουν αναγκασμένος να σε φορτώσω σε ένα φορτηγό και να σε σύρω μέχρι εδώ. Τι στην ευχή σου ήρθε να πας να κρυφτείς στην Αθήνα; Είναι ένα μπουρδέλο!» «Ακριβώς για αυτό» γέλασε ψεύτικα. «Όσο για την πρόσκληση σου, δεν μπορούσα να πω όχι. Ένιωθα και εγώ ότι έπρεπε να μιλήσουμε κάποια στιγμή και αφού ήταν όλα πληρωμένα… Όμως το δώρο στο ξενοδοχείο ήταν περιττό». «Ελπίζω να μην πήγε τσάμπα». Ανασηκώνοντας τους ώμους είπε «Δεν είμαι νεκρός. Πρέπει να μιλήσουμε», πέρασε το χέρι πάνω από τους ώμους του Μέρκιου και τον οδήγησε μακριά από τους άλλους, χωρίς να μπει στον κόπο να συστήσει τη γυναίκα. «Το Βουκουρέστι μια χαρά ήταν, δεν έπρεπε να τραβηχτούμε εδώ πάνω». «Υπάρχει λόγος που ήρθαμε εδώ. Όχι, όχι, δεν είναι αυτό που νομίζεις» προσπάθησε να τον καθησυχάσει όταν τον είδε να παίρνει αμυντική στάση κοιτώντας γύρω. «Δεν κινδυνεύεις από εμένα, ούτε σε έχω φέρει εδώ για να σου ζητήσω να κάνεις κάτι. Περισσότερο για να σου προσφέρω μια ευκαιρία να ορθοποδήσεις. Κοίτα…» τον τράβηξε πιο κοντά. Τα ρούχα του μύριζαν τη γλυκερή οσμή του καπνού που έβαζε στην πίπα του και θάλασσα. Πάντα τον ξένιζε το μόνιμο αυτό ίχνος πάνω στον Συνταγματάρχη. Ήταν παρών ακόμα και όταν δούλευαν για μήνες σε κάποια έρημο ή ένα βουνό. «Τα πράγματα την τελευταία φορά δεν τελείωσαν όμορφα μεταξύ μας. Δεν ήμουν σίγουρος ότι ένα τηλεφώνημα θα σε έπειθε γι’ αυτό που θέλω να σου προσφέρω». «Αν νομίζεις ότι μπορώ να επιστρέψω, κάνεις μεγάλο λάθος. Έσπασα. Τελείωσε. Σκότωσα φίλο γιατί δεν μπορούσα να ξεκολλήσω το χέρι από την σκανδάλη! Γύρισα την πλάτη στους συντρόφους μου. Δεν μπορώ να δώσω τίποτα άλλο πια». Επιτέλους το παραδέχτηκε σε κάποιον φωναχτά. «Περιμένεις να πάω στον πόλεμο μόνο με τύπους σαν αυτόν» έδειξε με το κεφάλι τον Φήλιξ πίσω. «Μα σκάρτεψα» μουρμούρισε. «Δεν κοιμάμαι… Δεν είμαι έτοιμος». «Γι’ αυτό είμαστε εδώ. Δεν έχει στραβώσει τίποτα μέσα σου, απλά έχει πέσει ένα βάρος εδώ!» χτύπησε δυνατά το χέρι στο στήθος του Μέρκιου κάνοντας τον να πάει ένα βήμα πίσω. «Κάθε φορά συμβαίνει το ίδιο. Κάθε φορά πρέπει να έρθω να σε στήσω στα πόδια σου γιατί σε λυγίζει ο αγώνας να κρατηθείς στην επιφάνεια. Πρέπει να έρθεις μαζί μας στον πάτο, εκεί είναι η θέση σου!» τον ταρακούνησε από τους ώμους. «Σε λίγο θα δεις πάλι καθαρά, θα κοιτάξεις πίσω στη ζωή σου με διαύγεια, μέσα από την ομίχλη που έχεις κρυφτεί. Θα δεις ποιος είσαι πραγματικά. Ένας μεγάλος κυνηγός!» σήκωσε το χέρι ψηλά σαν να κρατούσε ένα κοντάρι, έτοιμος να το εκσφενδονίσει. «Ο πόλεμος μας είναι απέναντι σε ένα μίασμα, όχι στον άνθρωπο, αλλά σε ένα τέρας, ύπουλο και μοχθηρό. Σε χρειάζομαι, γιατί το μονοπάτι που θα μας φέρει κοντά του, θα πρέπει να το ανοίξουμε εμείς, με το αίμα και τον ιδρώτα μας»
(συνεχίζεται)
Ανδρέας Πασσάς