3,141592653589-οιέω
(στήλη σκέψης, γραφής & ποίησης)
Η χαρακιά
Έχω μια ρυτίδα αγριεμένη, ταξίδια ονειρεύεται.
Κι είναι στιγμές που ξεκολλά.
Και απ’ το κούτελο, ξυστά απ’το βλέμα μου τ’ απρόσεχτο, προσεχτικά κατηφορίζει.
Γραπώνει το τραπέζι, κι αρχίζει να χαράζει, μέσα στο σούρουπο, σαν κοφτερό ατσάλι.
Κι έκπληπτος μαζί & λίγο φοβισμένος, την μαλώνω.
-Γιατί δραπέτευσες ξανά; ,ρωτώ.
Κάνει πως δεν ακούει.
Μονάχα ακονίζεται.
Σκαλίζει το ξύλο & δε σταματά.
Και ‘γω χαζεύω.
Τα ορνιθοσκαλίσματα της, τα γρατζουνίσματα της.
Κι είναι φορές που βλέπω πιό πέρα απ’το τυχαίο και από την εμμονή της με τους κύκλους & τις σπείρες.
Κιόταν τα μάτια μου είναι καθαρά,όταν δεν έχω τσίμπλες ή βρωμιά, δάκρυ απ’το πόνο, τσούξιμο από την αυπνία, οπτασίες & φαντάσματα από την κούραση ή αναμνήσεις, να κρέμονται όλα μαζί ή και χώρια πάνω στις κόρες, βλέπω τα σχέδια που σκάλισε ολοκάθαρα.
Τα ’χει με τέχνη σχεδιάσει.
Και σαν τελειώσει τη δουλειά της φωνάζει:
-Και γι’ αύριο, για πάντα, ώσπου τη σάρκα σου δεν θα’χω πια να ξαποστάσω.
Έτσι το καταφέρνει στα δύο με κόβει.
Κι είμαι ο μισός, μετέωρος, πάνω σε μια καρέκλα.
Κι ο άλλος μισός στο πάτωμα σωριάζομαι.
Στο ταβάνι του γείτονα στάζω.
Αναίμακτη τομή.
Αίμα στάλα δε τρέχει.
Αυτό που στάζει, υγρό ονείρων, το διυλίζει η συνείδηση.
Στράγγισμα πολύτιμο, πολύτιμο απόσταγμα.
Ο γείτονας επιμένει ότι φταίει η υδροροή μου.
Κι όλο φωνάζει να την φτιάξω.
Κι αναρωτιέναι πόσο βαθιά πρέπει μέσα μου να σκάψω.
Κι αν το μέσα είναι σκληρότερο από τον τοίχο.
Τότε, μεσ’ το μουρμουρητό μου, στον απέναντι καθρέφτη, βλέπω ξανά την ρυτίδα κολλημένη στο μέτωπο.
Στο ίδιο το σημείο.
Λιγάκι αλλαγμένη.
Χιλιοστά μεγαλύτερη.
Κι όταν την ακουμπώ καταλαβαίνω γιατί τα κάνει όλα αυτά.
Έχει βαλθεί μια χαρακιά να γίνει.
Την μεταμόρφωση ετοιμάζει.
Σαν έρθει η ώρα, στη γη, στο χώμα να μην ανήκει.
Μη σβήσει με το σώμα.
Στο κράμα των ονείρων, των άστρων να βρεθεί.
Μ’ όλες τις άλλες χαρακιές που πλάθουν τον αιώνα.
(Ο Υπογράφων τα παραπάνω, Κοτσαμπουγιούκης Νικόλαος – κιχεμ)
nikos.kots@gmail.com
Twitter: @k1xem