Γύρισε προς το παράθυρο και αφουγκράστηκε τα παρατεταμένα κορναρίσματα μέχρι που απομακρύνθηκαν και έμειναν οι συνηθισμένοι θόρυβοι που δεν είχαν κανένα ενδιαφέρον πέρα από την απόδειξη ζωής στα υπόλοιπα διαμερίσματα και στο μικρό δρόμο με τις μουριές και την αραιή κίνηση.
«Μου κάνει εντύπωση που κάποιοι ακόμα θριαμβολογούν επειδή τα παιδιά τους ή οι ίδιοι παντρεύονται. Θα έπρεπε να είχαν μάθει ως τώρα»
«Να είχαν μάθει τι;» έκανε αδιάφορα η φωνή από την άλλη πλευρά.
«Ότι ο γάμος είναι δυσάρεστη υπόθεση. Η σύναψη του προκαλεί παράλογες υποχρεώσεις στα συμβαλλόμενα μέρη»
«Παντρεύτηκες ποτέ;»
«Μια φορά και ήταν αρκετή για να μη το ξαναδοκιμάσω. Στα τριάντα. Θλιβερή υπόθεση. Μουλιάσαμε στο κλάμα. Στάσου!» σηκώθηκε και με αργά εύθραυστα βήματα πήγε στη βιβλιοθήκη από όπου ξετρύπωσε ένα αρχαίο κασετόφωνο. Το πέταξε στο τραπέζι, πάνω στη στοίβα με τα κιτρινισμένα περιοδικά και άφησε το βάρος του σκελετού του -γιατί το πετσί του δεν το υπολόγιζες- να τον καθίσει πάλι στην πολυθρόνα. Έσκυψε μπροστά και πάτησε το κουμπί της αναπαραγωγής. Ακούστηκε η κεφαλή που όπλισε, το φύσημα της ταινίας και περιβάλλων ήχος. Έπειτα στομωμένοι λυγμοί.
«Τι ακούμε;»
«Τα κλάματα φυσικά. Πλησίαζα και την έγγραφα κάθε φορά. Έχω ένα κουτί παπουτσιών γεμάτο με κλάματα»
Αυτό κέντρισε την περιέργεια του ακροατή. Έκανε μπροστά και βγήκε από τη σκιά, στη λωρίδα του φωτός που έμπαινε από το παράθυρο. Το κεφάλι με τη μάσκα σιλικόνης αιωρήθηκε ανάμεσα στα σωματίδια της σκόνης. Ήταν σαν το πρόσωπο ενός ανώτερου όντος από ταινία φαντασίας.
«Μου φαίνεται ακατανόητο αυτό» παρατήρησε.
Πάτησε να σταματήσει. «Που και που ξεχνούσε τη δυστυχία και έλεγε ότι ήταν ευτυχισμένη και ότι το πράγμα μεταξύ μας δούλευε εντέλει. Τότε πήγαινα όπου ήταν, στην κουζίνα ή εδώ στο καθιστικό και το άφηνα να παίζει. Κάθε φορά την προσγείωνε. Μέχρι που το πήρε απόφαση και τα μάζεψε. Ευτυχώς δεν είχαμε παιδί και το διαζύγιο ήταν υπόθεση μιας μέρας. Χωρίσαμε τα τσανάκια μας και τέλος, αυτό ήταν»
«Μπορούσες να είχες προσπαθήσει» τραβήχτηκε πάλι πίσω.
«Έγιναν προσπάθειες όταν ήταν νωρίς και μετά ήταν αργά, δεν είχε καμία σημασία. Το περιθώριο είναι αρκετά μικρό σε αυτά. Εσύ έχεις οικογένεια;»
«Θα φορούσα τη μάσκα αν ήταν να μιλήσουμε για μένα;»
«Γιατί τη φοράς αλήθεια; Όλο αυτό είναι μια ανταλλαγή. Σε πληρώνω για να κάνεις μια συγκεκριμένη δουλειά. Παλιός καλός καπιταλισμός. Μην αισθάνεσαι ένοχος λοιπόν»
«Είμαι λιγότερο εδώ έτσι και μετά μπορώ να απεμπλακώ πιο εύκολα»
«Σαν ρόλος;»
«Άχα»
«Τους πιάνει φλυαρία όλους όταν έρχεται η ώρα;»
«Κάποιους»
«Πως γίνεται συνήθως;»
«Πρώτα παίρνουν από αυτά» κουδούνισε ένα μπουκάλι με χάπια. «Θέλουν λίγα λεπτά για να δράσουν. Θα κοιμηθείς…. »
«Και θα συνεχίζω να κοιμάμαι μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία οπότε και θα με σηκώσουν για να με κρίνουν» έπιασε να γελάει μόνος. «Άντε φέρε!»
Το γαντοφορεμένο χέρι άφησε το μπουκάλι σε έναν οδηγό τηλεόρασης από το 95. Την σταρλετίτσα που πόζαρε στο εξώφυλλο με ένα μπλε ολόσωμο μαγιό δεν τη θυμόνταν κανείς πια.
Συσσώρευε περιοδικά για τα κολάζ που υποτίθεται ότι θα έφτιαχνε. Μια αφελής παιδική επιθυμία να απεικονίσει την προσωπική του πορνογραφία από ιλουστρασιόν αποκόμματα, που τον έτρωγε κάπου κάπου σαν εξάνθημα στον κώλο. Στο τέλος, του έμειναν ένας τόνος χαρτί και καμία προσπάθεια τόσα χρόνια να επιδείξει.
Άνοιξε το καπάκι, πήρε ένα χάπι και το κατέβασε δίχως νερό αφού πρώτα το έσπασε με τα δόντια.
«Πάρε κι άλλο» είπε η φωνή.
Τσίμπησε ένα ακόμη και το έκλεισε.
«Το έχει μετανιώσει κανείς;»
«Έχεις δεύτερες σκέψεις;»
«Όχι. Άλλωστε πήρα από τα χάπια σου μόλις»
«Κάποιοι ναι. Ενώ το έχουν εκλογικεύσει, είναι το ένστικτο του ζώου που κλωτσάει όταν έρχεται η στιγμή. Δεν είναι αλήθεια. Είναι παλιός μηχανισμός επιβίωσης που θυμάται τη χρησιμότητα του». Κοίταξε το ρολόι του. «Έχεις περίπου τρία λεπτά. Ίσως τέσσερα. Εξαρτάται από την κράση» μάζεψε το μπουκάλι.
«Και μετά πως πάει;»
Ξεπρόβαλλε ένας μεταλλικός σιγαστήρας. «Θα πάρω και εκείνο» έδειξε με αυτόν το πράσινο μαξιλάρι στην πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο.
Εκεί συνήθιζε να κοιμάται ο γάτος του ο Σελίν. Πέθανε τον Μάρτιο σε βαθιά γεράματα. Τον βρήκε κρυμμένο στη ντουλάπα. Όταν τον σήκωσε με το ξύλινο βάρος του και την αστεία ακαμψία, ήταν που του μπήκε η ιδέα να τελειώνει με τη φάρσα της ζωής. Τον έβαλε σε μια βαλίτσα, φόρεσε το κουστούμι του, ανέβηκε στο λεωφορείο και τον πήγε στο Πεδίο του Άρεως να τον θάψει. Μέχρι να γυρίσει το χε αποφασίσει. Θα έκλεινε τις υποθέσεις με τα σωθικά του οριστικά.
«Ο πατέρας μου, μου έλεγε να παντρευτώ και να κάνω οικογένεια για να έχω κάποιους να με θάψουν….. να με κλάψουν……, δεν το προσδιόρισε ποτέ. Αλλά ξέρεις, για την εξόδιο. Δεν είναι βλακεία να κοπιάζεις τόσα χρόνια για έναν τόσο ηλίθιο λόγο; Άσε που τώρα με τον ιό, αν σου τύχει και κακαρώσεις με βήχα, σε τυλίγουν με ζελοφάν σαν κρύο γεύμα και σε θάβουν άγνωστοι δίχως κανένας δικός σου να μπορεί να παραστεί. Όλα αυτά και δεν είσαι καλύτερος από ένα μπιφτέκι. Χα!» χτύπησε το γόνατο με την παλάμη. Ταυτόχρονα του ήρθε το πρώτο καλό χασμουρητό. «Έχεις δει την Έβδομη Σφραγίδα;»
«Ναι»
«Μου τη θυμίζει όλο αυτό. Η παρτίδα με τον Θάνατο»
«Κάνεις λάθος. Ο Θάνατος υπάρχει ανεξάρτητα από εμένα. Μπορεί να πεθάνεις από διάφορες αιτίες. Εγώ είμαι ένα μέσο που επέλεξες πριν η μοίρα κάνει αυτή την επιλογή για εσένα. Δυο λεπτά περίπου» συμβουλεύτηκε ξανά το ρολόι του. «Θέλω μια χάρη» είπε, έπειτα από μια παύση που κόστισε στη συντροφιά τους μερικά δεύτερα.
«Αν είναι να πάρεις κάτι από εδώ μέσα, ελεύθερα. Δεν υπάρχουν κληρονόμοι»
«Όχι. Θέλω να πεις κάτι» έγειρε πάνω από το τραπέζι και ενεργοποίησε την εγγραφή στο κασετόφωνο.
«Σβήνεις ένα υπέροχο κλάμα. Τετάρτη 04/05» συμβουλεύτηκε την ετικέτα. «Για να μην έχει και άλλες ημερομηνίες αυτή η πλευρά, θα έκλαιγε και τα σαράντα πέντε λεπτά»
Τώρα τα βλέφαρα του είχαν βαρύνει και ένιωθε τον ύπνο σαν έξτρα φορτίο στην πλάτη. «Οτιδήποτε;»
«Οτιδήποτε»
«Έχεις κάτι βίτσια δικέ μου!» αναφώνησε κοιμισμένα.
Κοπάνησε ελαφρά το ρολόι με το όπλο. «Όχι πολύ ακόμα. Είσαι ένα φτερό πριν»
«Ωραία…» πήρε το κασετόφωνο. «Έτοιμος;»
Το κενό πρόσωπο εμφανίστηκε ξανά και κουνήθηκε με βουλιμία.
«Μην φας κάτι με σάλτσα δαμάσκηνου αν δεν έχεις σκοπό να γυρίσεις τις επόμενες οκτώ ώρες σπίτι» ολοκλήρωσε την πρόταση, η συσκευή γλίστρησε στα πόδια του και άρχισε να ροχαλίζει.
Η ταραχή έτρεξε σαν ρεύμα στον άλλον. Με το γόνατο έριξε μερικά περιοδικά στο πάτωμα όπως έκανε το γύρο του τραπεζιού, παίρνοντας το μαξιλάρι από την καρέκλα.
Σταμάτησε την εγγραφή και με τα μπρος πίσω βρήκε το σωστό σημείο. Τοποθέτησε έπειτα το μαξιλάρι στο κεφάλι, πίεσε το όπλο και με το άλλο χέρι πάτησε να παίξει.
«Μην φας κάτι με σάλτσα δαμάσκηνου αν δεν έχει σκοπό να γυρίσεις τις επόμενες οκτώ ώρες σπίτι»
Πυροβόλησε στην τελεία. Μια κόκκινη στάλα τον λέρωσε στο μανίκι. Πούπουλα χήνας αιωρήθηκαν. Έβγαλε την κασέτα, την έχωσε στην τσέπη και αποχώρησε ικανοποιημένος με τη δουλειά. Άψογος όπως πάντα. Καθαρή ευθανασία και δεν αναγκάστηκε να θυμίσει ότι το συμβόλαιο δεν ακυρώνονταν για κανέναν λόγο, ο κόσμος να χαλούσε.
Ανδρέας Πασσάς