«Μάλλον τιμωρήθηκε»
Βρέχει έξω σαν το διάολο που πνίγει τα δάκρυά του. Δάκρυα γιομάτα από την απελπισία της αποτυχίας του. Κι εκείνος; Πού να πάει; Δεν έχει που να πάει.
Η βροχή πέφτει μανιασμένα στο χώμα. Σκάβει τη γη σαν να ψάχνει να βρει το τελευταίο του λάθος. Ξαπλωμένος σκιτσάρει τις αναμνήσεις του. Ζωγραφίζει ό,τι πιο μικρό και όμορφο του έχει μείνει. Γεμίζει με χρώματα τους ανεξίτηλους αυτούς παθιασμένους ήχους του θυμωμένου καιρού και προσπαθεί με εικόνες να φτιάξει ένα μικρό παραμύθι. Ένα δικό του, καινούριο παραμύθι. Έτσι, για συντροφιά. Γι’ αυτή τη δύσκολη ώρα. Του σπάει το μολύβι. Αλλάζει. Παίρνει άλλο. Σπάει και το δεύτερο. Και το τρίτο και το τέταρτο. Παίρνει την πένα. Άχρηστη κι αυτή. Το μελάνι έχει τελειώσει. Μαζί και το χαρτί. Πιάνει το παραμύθι και θυμωμένος το πετάει έξω από το μπαλκόνι. Δώρο στους νεκρούς. Μάλλον τιμωρήθηκε.
Νεκτάριος Θεοδώρου