3,141592653589-οιέω
(στήλη σκέψης, γραφής & ποίησης)
Το σπουργίτι
Ένα σπουργίτι, απάνω μου σκαρφάλωσε μια μέρα,
και έκανε φωλιά στο πέτο το ζερβό.
Δεν μου μιλάει, πως άλλωστε
μπορεί, κι ας έκατσε σιμά στο στόμα.
Δεν του εζήτησα να ‘ρθει μα ήταν η ψίχα θελτική στο χέρι που βαστούσα.
Και όπως χάμου την πετώ, μαζί με σκέψεις άζυμες να πλάσω που ζητάω,
ορμάει ευθέως το μικρό για να τσιμπολογήσει.
Φορές αναρωτήθηκα τι απ’ τα δύο ζητούσε.
Τι θέλει ν’ αποκτήσει πριν πέσει εις το δάπεδο, την ψίχα ή την σκέψη;
Σαν πιάσει με το ράμφος του,
με ποιό απ’ τα δύο χορταίνει;
Για το ψωμί ή τ’ όνειρο,
που θε να γεννηθεί,
είν’ έρμαιο στο δρόμο;
Έρχεται πάνω μου καιρό αλλά δεν είχα μερτικό μήτε που αντελήφθην πως ένα πλάσμα σαν κι αυτό είχε την πείνα συντροφιά μες την δική μου λήθη.
Γιατί είχα μάθει να ζητώ εκείνο το απατηλό που γίνεται απάτη και των ανθρώπων τ’ άλλα.
Εκείνα τα πολλά εκείνα τα μεγάλα.
Μα τούτο με κοιτά απλά και γίνονται όλα σιωπηλά.
Πεθαίνει η ματαιότητα μες το τιτίβισμα του,
μου δείχνει τα μικρά.
Το μέγεθος που κόβω τις μπουκιές,
τον τρόπο που φοβάται τις ρωγμές,
το πώς πληθαίνουν οι σκιές κι ας είναι ακόμα μέρα.
Την μαύρη την σφεντόνα μα και την καρακάξα,
στόχο που θε να βρουν τα άσπλαχνα στο σπλάχνο.
Την μαύρη τη σφεντόνα μα και την καρακάξα που όλοι κουβαλούν σαν λείψει το παιδί.
Αλλοίμονο, μη λείψει.
Μου δείχνει τα μικρά,
το θόρυβο του όχλου
το βήχα του κουτσού και το στερνό μας βήμα, ας είναι ακόμα μέρα.
Ακόμα να βαδίσω;
Τι να προϋπαντήσω αν όχι τη ζωή ώσπου να φτερουγίσω;
Κι είμαι στην ίδια φυλακή μαζί με το σπουργίτι.
Κάνει πως δεν ακούει;
Πως δεν καταλαβαίνει;
Η ίσως από το μέγεθος που βρίσκεται δεν ξέρει;
Που να πρωτοπετάξει;
Η πόλη τούτη το κλουβί που έχουμε σφηνώσει.
Και με φτερά και χέρια.
Μα τότε βλέπει ξαφνικά τις ζάρες στο μυαλό μου, το σκοτεινό πετράδι μου στο στέρνο καρφωμένο και κανα δυό λυγμούς που σφίγγουν το λαιμό.
Χωρίς να το φωνάξω, ίσως κι από αφέλεια, ίσως κι από ανάγκη στο στόμα μου βουτά.
Ελευθερώνει τους λυγμούς κλωσώντας στην καρδιά μου και σπάει το πετράδι.
Το στήθος με πονά στον τρόπο που τσιμπάει τις ζάρες του μυαλού.
Μα είναι τα σκουλήκια το βρέφος να τραφεί.
Τότε καταλαβαίνω, μαζί κι αναστενάζω πως μέσα κατοικεί.
Και είναι όλο κι όλο σε βάρος και σε πάχος εικοσιτρία,
πούπουλα διάφανα που φεύγουν μακριά απ’ όλες τις κατάρες κι’ απ’ όλα τα στοιχεία.
Ένα σπουργίτι μέσα μου κατοίκησε μια μέρα.
Στ’ οριστικό φευγιό του θα βρω τη γιατρειά.
(Ο Υπογράφων τα παραπάνω, Κοτσαμπουγιούκης Νικόλαος – κιχεμ)
Twitter: @k1xem